Επίθετο
[fulɡuˈɾante]
Η λέξη "fulgurante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει άμεση και εντυπωσιακή λάμψη. Στον ιατρικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε καταστάσεις που παρουσιάζουν ξαφνικά και δραματικά συμπτώματα, ενώ γενικά σημαίνει κάτι που συμβαίνει γρήγορα ή εντυπωσιακά. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή, κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε προφορικές συνομιλίες σε περιπτώσεις που αναφερόμαστε σε κάτι που συμβαίνει ή αλλάζει ραγδαία.
La tormenta fue fulgurante, iluminando el cielo con relámpagos.
(Η καταιγίδα ήταν εκτυφλωτική, φωτίζοντας τον ουρανό με αστραπές.)
Su éxito en el arte fue fulgurante, logrando reconocimiento internacional en poco tiempo.
(Η επιτυχία του στην τέχνη ήταν ακαριαία, κερδίζοντας διεθνή αναγνώριση σε σύντομο χρονικό διάστημα.)
Η λέξη "fulgurante" δεν είναι απαραίτητα κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα για να εκφράσει την ένταση ή την ταχύτητα.
La carrera de ese atleta fue fulgurante, rompiendo récords en cada competición.
(Η καριέρα αυτού του αθλητή ήταν εκτυφλωτική, σπάζοντας ρεκόρ σε κάθε διαγωνισμό.)
El avance de la tecnología ha sido fulgurante, transformando nuestras vidas rápidamente.
(Η πρόοδος της τεχνολογίας υπήρξε ακαριαία, μεταμορφώνοντας τις ζωές μας γρήγορα.)
Su cambio de actitud fue fulgurante, sorprendiendo a todos los que lo conocían.
(Η αλλαγή στάσης του ήταν εκτυφλωτική, εκπλήσσοντας όλους όσους τον γνώριζαν.)
Η λέξη "fulgurante" προέρχεται από το ρήμα "fulgurar," που σημαίνει "να λάμψει" ή "να φωτίσει." Το "fulgurante" προέρχεται από τη λατινική λέξη "fulgurans," που σημαίνει "λάμποντας" ή "φωτεινός."
Συνώνυμα: - resplandeciente (λαμπερός) - brillante (λαμπρός)
Αντώνυμα: - obscuro (σκοτεινός) - opaco (θαμπός)