Το "fulminante" είναι επίθετο.
/ful.miˈnan.te/
Η λέξη "fulminante" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει ξαφνικά, με έντονη και γρήγορη ή ακόμα και καταστροφική επίπτωση. Συχνά χρησιμοποιείται στο ιατρικό πλαίσιο για να περιγράψει ασθένειες ή καταστάσεις που εξελίσσονται γρήγορα και μπορεί να είναι θανατηφόρες.
Μετάφραση: Η εκρηκτική ασθένεια εξαπλώθηκε γρήγορα στο νοσοκομείο.
Στα ισπανικά: Un ataque fulminante dejó sin palabras a los presentes.
Η λέξη "fulminante" δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιγραφές συναισθημάτων ή γεγονότων που σχετίζονται με επιτακτική ή γρήγορη επέμβαση.
Μετάφραση: Η κεραυνοβόλος απάντησή του εξέπληξε όλους.
Στα ισπανικά: El fulminante cambio de situación dejó a todos desconcertados.
Μετάφραση: Η εκρηκτική αλλαγή στην κατάσταση άφησε όλους μπερδεμένους.
Στα ισπανικά: Un fulminante susto lo hizo reaccionar de inmediato.
Η λέξη "fulminante" προέρχεται από το λατινικό "fulminans", που σημαίνει "χτυπώντας με κεραυνό".
instantáneo (άμεσος)
Αντώνυμα: