Η λέξη "fuma" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "fuma" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈfuma/.
Η λέξη "fuma" είναι η τρίτη πρόσωπο ενικού του ενεστώτα του ρήματος "fumar", που σημαίνει "να καπνίζει". Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την πράξη του καπνίσματος, είτε αναφέρεται σε τσιγάρα, είτε σε άλλα προϊόντα καπνού. Είναι μια δημοφιλής και συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στο προφορικό λόγο, ιδίως σε κοινωνικές περιστάσεις.
"Αυτή καπνίζει στη βεράντα κάθε απόγευμα."
"Él fuma cigarrillos y disfruta de su tiempo libre."
Η λέξη "fuma" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις, αν και οι ιδιωματικές της χρήσεις δεν είναι τόσο πολλές. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με τη συνήθεια ή την εμπειρία του καπνίσματος:
"Να καπνίζει σαν φορτηγατζής." (σημαίνει να καπνίζει πολύ)
"Fuma y no se preocupa."
"Καπνίζει και δεν ανησυχεί." (αναφέρεται σε κάποιον που προσπαθεί να χαλαρώσει ή να αποδράσει από τα προβλήματά του μέσω του καπνίσματος)
"Al que fuma, le duele la cabeza."
Η λέξη "fuma" προέρχεται από το ρήμα "fumar", το οποίο έχει λατινικές ρίζες. Το "fumar" προέρχεται από το λατινικό "fumare", που σημαίνει "καπνίζω".
"fumar" (καπνίζω)
Αντώνυμα: