Η λέξη "fumador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "fumador" είναι /fumaˈðoɾ/.
Η λέξη "fumador" αναφέρεται σε ένα άτομο που καπνίζει, δηλαδή που επιλέγει να καταναλώσει τσιγάρα ή άλλα είδη καπνού. Χρησιμοποιείται συχνά στην Ισπανική γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με τη συχνότητα χρήσης να είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε κοινωνικές ή υγειονομικές συζητήσεις.
El fumador no puede ir a las áreas no designadas.
Ο καπνιστής δεν μπορεί να πάει σε μη καθορισμένες περιοχές.
Soy fumador desde hace cinco años.
Είμαι καπνιστής εδώ και πέντε χρόνια.
El fumador debe ser consciente de los riesgos para la salud.
Ο καπνιστής πρέπει να είναι ενήμερος για τους κινδύνους για την υγεία.
Η λέξη "fumador" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Fumador en serie
Καπνιστής κατά σειρά (αναφέρεται σε κάποιον που καπνίζει συνεχώς ή υπερβολικά).
Es un fumador en serie, siempre tiene un cigarrillo en la mano.
Είναι καπνιστής κατά σειρά, πάντα έχει ένα τσιγάρο στο χέρι.
Fumador pasivo
Παθητικός καπνιστής (αναφέρεται σε κάποιον που εισπνέει καπνό χωρίς να καπνίζει τον ίδιο).
Los niños son a menudo fumadores pasivos si están cerca de sus padres que fuman.
Τα παιδιά είναι συχνά παθητικοί καπνιστές αν βρίσκονται κοντά στους γονείς τους που καπνίζουν.
Fumador ocasional
Ευκαιριακός καπνιστής (αναφέρεται σε κάποιον που καπνίζει μόνο περιστασιακά).
Soy un fumador ocasional y solo fumo en fiestas.
Είμαι ευκαιριακός καπνιστής και καπνίζω μόνο σε πάρτι.
Η λέξη "fumador" προέρχεται από το ρήμα "fumar", που σημαίνει "καπνίζω", συν το επιτατικό επίθημα "-dor", που δηλώνει το άτομο που ασκεί την δράση.
Συνώνυμα: - Cigarrero (καπνιστής) - Fumiga (κάποιος που καπνίζει)
Αντώνυμα: - No fumador (μη καπνιστής) - Abstinente (αυτός που αποφεύγει το κάπνισμα)