Το "fumar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /fuˈmaɾ/
Η λέξη "fumar" σημαίνει "καπνίζω" και αναφέρεται στην πράξη της εισπνοής καπνού, κυρίως από τσιγάρα, πούρα ή άλλες μορφές καπνού. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα και είναι κοινή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή στο προφορικό.
"No es bueno fumar en lugares cerrados."
"Δεν είναι καλό να καπνίζεις σε κλειστούς χώρους."
"Ella decidió dejar de fumar por su salud."
"Αυτή αποφάσισε να σταματήσει το κάπνισμα για την υγεία της."
"Fumar puede causar enfermedades graves."
"Το κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ασθένειες."
Το "fumar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, οι οποίες συχνά περιγράφουν ή κάνουν αναφορά στην πράξη του καπνίσματος.
"Fumar como un carretero"
(Καπνίζω σαν καραγωγέας) – αναφέρεται σε κάποιον που καπνίζει πολύ ή υπερβολικά.
"Ese hombre fuma como un carretero, no puede estar más de cinco minutos sin un cigarro."
"Εκείνος ο άντρας καπνίζει σαν καραγωγέας, δεν μπορεί να περάσει πέντε λεπτά χωρίς τσιγάρο."
"Fumar en pipa"
(Καπνίζω πίπα) – αναφέρεται στη χρήση πίπας για το κάπνισμα.
"Mi abuelo solía fumar en pipa mientras leía el periódico."
"Ο παππούς μου συνήθιζε να καπνίζει πίπα ενώ διάβαζε την εφημερίδα."
"Fumar un cigarro"
(Καπνίζω ένα τσιγάρο) - μια απλή αναφορά στη διαδικασία του καπνίσματος.
"Voy a fumar un cigarro antes de entrar."
"Θα καπνίσω ένα τσιγάρο πριν μπω."
Η λέξη "fumar" προέρχεται από το λατινικό "fumare", το οποίο σημαίνει "να καπνίζω". Η ρίζα του μπορεί να συνδεθεί με τη λέξη "fumus", που σημαίνει "καπνός".
Με αυτές τις πληροφορίες, ελπίζω να καλύψαμε την κατανόηση της λέξης "fumar" σε βάθος.