ουσιαστικό
[fumigaˈtoɾjo]
Η λέξη "fumigatorio" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της γεωργίας για να αναφερθεί σε χώρους ή εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την καύση ή απολύμανση προϊόντων. Η χρήση της είναι συνήθως γραπτή, κυρίως σε τεχνικά κείμενα ή επιστημονικές αναφορές.
El fumigatorio de la granja está en perfectas condiciones. Ο θαλαμίσκος καπνίσματος της φάρμας είναι σε άριστη κατάσταση.
Necesitamos construir un nuevo fumigatorio para mejorar la calidad de los productos. Χρειαζόμαστε να κατασκευάσουμε ένα νέο θαλαμίσκο καπνίσματος για να βελτιώσουμε την ποιότητα των προϊόντων.
Los trabajadores usan el fumigatorio para desinfectar las herramientas agrícolas. Οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν το απολυμαντήριο για να απολυμάνουν τα γεωργικά εργαλεία.
Προέρχεται από τη λατινική λέξη "fumigare", που σημαίνει "καπνίζω", "καύω".
Συνώνυμα: 1. Desinfectatorio (Απολυμαντήριο)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν συνηθισμένα αντώνυμα για τη συγκεκριμένη λέξη.
Με αυτές τις πληροφορίες, έχετε μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "fumigatorio" τόσο στη χρήση της στην ισπανική γλώσσα όσο και στη μετάφρασή της στα ελληνικά.