Η λέξη "funcionario" είναι ουσιαστικό αρσενικού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /fun.θjəˈnaɾjo/
Η λέξη "funcionario" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - υπάλληλος - δημόσιος υπάλληλος
Η λέξη "funcionario" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα άτομο που εργάζεται σε δημόσια υπηρεσία ή κυβερνητικό οργανισμό. Είναι συχνά συνδεδεμένη με τον δημόσιο τομέα και τη διοίκηση. Στη γλώσσα των ισπανικών, η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς αναφέρεται σε επαγγελματική κατηγορία που απαντάται συχνά σε κανονιστικά και ευρύτερα διοικητικά κείμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο υπάλληλος παρέδωσε τα απαραίτητα έγγραφα.
Todos los funcionarios deben cumplir con las normas establecidas.
Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να τηρούν τους καθορισμένους κανόνες.
El nuevo funcionario fue bien recibido por sus colegas.
Η λέξη "funcionario" συχνά εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση και την πολιτική ζωή.
Λέγεται ότι το να γίνεις δημόσιος υπάλληλος είναι μία από τις καλύτερες μεθόδους για να υπηρετήσεις την κοινότητα.
"Funcionario público"
Ένας δημόσιος υπάλληλος έχει την ευθύνη να διαχειρίζεται τους πόρους του κράτους.
"Función de un funcionario"
Η λειτουργία ενός υπαλλήλου είναι να εξασφαλίσει την τήρηση του νόμου.
"Funcionario municipal"
Η λέξη "funcionario" προέρχεται από το λατινικό "functio", που σημαίνει "λειτουργία" ή "έργο". Η ρίζα αυτή σχετίζεται με την έννοια ότι ο υπάλληλος έχει συγκεκριμένες λειτουργίες και καθήκοντα στο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης.
Συνώνυμα: - Empleado - Servidor público - Agente
Αντώνυμα: - Ciudadano (πολίτης – αν και δεν είναι ακριβές αντώνυμο, προσδιορίζει κάποια αντίθεση στην επαγγελματική κατάσταση).