funcionario - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

funcionario (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "funcionario" είναι ουσιαστικό αρσενικού γένους.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /fun.θjəˈnaɾjo/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "funcionario" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - υπάλληλος - δημόσιος υπάλληλος

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "funcionario" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα άτομο που εργάζεται σε δημόσια υπηρεσία ή κυβερνητικό οργανισμό. Είναι συχνά συνδεδεμένη με τον δημόσιο τομέα και τη διοίκηση. Στη γλώσσα των ισπανικών, η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, καθώς αναφέρεται σε επαγγελματική κατηγορία που απαντάται συχνά σε κανονιστικά και ευρύτερα διοικητικά κείμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El funcionario entregó los documentos necesarios.
  2. Ο υπάλληλος παρέδωσε τα απαραίτητα έγγραφα.

  3. Todos los funcionarios deben cumplir con las normas establecidas.

  4. Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να τηρούν τους καθορισμένους κανόνες.

  5. El nuevo funcionario fue bien recibido por sus colegas.

  6. Ο νέος υπάλληλος έγινε δεκτός ευχάριστα από τους συναδέλφους του.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "funcionario" συχνά εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση και την πολιτική ζωή.

  1. "Hacer funcionario"
  2. Se dice que hacer funcionario es una de las mejores maneras de servir a la comunidad.
  3. Λέγεται ότι το να γίνεις δημόσιος υπάλληλος είναι μία από τις καλύτερες μεθόδους για να υπηρετήσεις την κοινότητα.

  4. "Funcionario público"

  5. Un funcionario público tiene la responsabilidad de gestionar los recursos del estado.
  6. Ένας δημόσιος υπάλληλος έχει την ευθύνη να διαχειρίζεται τους πόρους του κράτους.

  7. "Función de un funcionario"

  8. La función de un funcionario es garantizar el cumplimiento de la ley.
  9. Η λειτουργία ενός υπαλλήλου είναι να εξασφαλίσει την τήρηση του νόμου.

  10. "Funcionario municipal"

  11. El funcionario municipal es responsable de los servicios básicos en la ciudad.
  12. Ο δημοτικός υπάλληλος είναι υπεύθυνος για τις βασικές υπηρεσίες στην πόλη.

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "funcionario" προέρχεται από το λατινικό "functio", που σημαίνει "λειτουργία" ή "έργο". Η ρίζα αυτή σχετίζεται με την έννοια ότι ο υπάλληλος έχει συγκεκριμένες λειτουργίες και καθήκοντα στο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Empleado - Servidor público - Agente

Αντώνυμα: - Ciudadano (πολίτης – αν και δεν είναι ακριβές αντώνυμο, προσδιορίζει κάποια αντίθεση στην επαγγελματική κατάσταση).



22-07-2024