Η λέξη "funciones" είναι ουσιαστικό, πληθυντικός τύπος του θηλυκού ουσιαστικού "función".
[funcˈsjones]
Στα Ισπανικά, η λέξη "funciones" αναφέρεται σε συγκεκριμένες δράσεις, καθήκοντα ή ρόλους που εκτελούνται από άτομα ή αντικείμενα. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά, τεχνικά, και καθημερινά συμφραζόμενα. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "función" χρησιμοποιείται με μεγάλη συχνότητα σε γραπτό και προφορικό λόγο, ιδίως σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
Οι λειτουργίες του δασκάλου είναι πολύ σημαντικές στην εκπαίδευση.
En el teatro, los actores tienen diferentes funciones que desempeñar.
Η λέξη "funciones" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να έχεις πολλαπλές λειτουργίες στην επαγγελματική ζωή.
Cumplir funciones que son esenciales para el triunfo del proyecto.
Να εκπληρώσεις λειτουργίες που είναι απαραίτητες για την επιτυχία του έργου.
Cada miembro del equipo tiene funciones específicas.
Κάθε μέλος της ομάδας έχει συγκεκριμένες λειτουργίες.
A veces, las funciones se superponen en un equipo grande.
Η λέξη "función" προέρχεται από το λατινικό "functionem", που σημαίνει "εκτέλεση" ή "αντεπίθεση".
Συνώνυμα: - rol (ρόλος) - ocupación (καθήκον)
Αντώνυμα: - desfunción (μη-λειτουργία) - inactividad (ανενεργότητα)