Funda είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους στα ισπανικά.
Φωνητική Μεταγραφή: /ˈfunda/
Η λέξη "funda" σημαίνει συνήθως μια θήκη ή ένα κάλυμμα που προορίζεται για την προστασία ή αποθήκευση αντικειμένων, όπως κινητά τηλέφωνα, όπλα ή άλλα υλικά. Χρησιμοποιείται γενικά στα ισπανικά και οι θεματικές περιοχές που μπορεί να αναφέρεται περιλαμβάνουν καθημερινά αντικείμενα, στρατιωτικές εφαρμογές ή τεχνολογικά προϊόντα. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό κείμενο.
(Αγόρασε μια θήκη για το τηλέφωνό της.)
El soldado guardó su arma en una funda especial.
Η λέξη "funda" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα:
(Να έχεις μια θήκη για κάθε περίσταση.)
"No todo lo que brilla es funda."
(Δεν είναι όλα όσα λάμπουν θήκες.) – Αναφέρεται στην έννοια ότι δεν είναι όλα όσα φαίνονται υπέροχα.
"Estar bajo la funda."
Η λέξη "funda" προέρχεται από το λατινικό "fundere," που σημαίνει "να ρίχνω" ή "να χύνω," με αναφορά στη διαδικασία δημιουργίας θηκών μέσω μιας μορφής πρόσδεσης ή καλύμματος.
Συνώνυμα: - Cubre (κάλυμμα) - Protector (προστατευτικός)
Αντώνυμα: - Desnudo (γυμνό) - Desprotegido (απροστάτευτος)
Αυτή η πληροφορία σχετίζεται με την κατανόηση και την χρήση της λέξης "funda" στον ισπανικό λόγο και τη γλώσσα γενικότερα.