fundado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

fundado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "fundado" είναι συμμετοχή του ρήματος "fundar" που σημαίνει "ιδρύω". Λειτουργεί ως επίθετο και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει ιδρυθεί ή εδραιωθεί.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή του "fundado": /funˈðado/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "fundado" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει κάτι που έχει θεμελιωθεί ή στήθει, συνήθως αναφερόμενη σε οργανισμούς, θεσμούς ή τοποθεσίες. Είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά κείμενα, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο. Σχετίζεται συχνά με την ίδρυση νομικών οντοτήτων, προγραμμάτων ή οργανώσεων, ειδικά στον τομέα του δικαίου και της διοίκησης.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La universidad fue fundado en 1895.
  2. Το πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1895.

  3. El proyecto está fundado en principios sólidos.

  4. Το πρόγραμμα είναι θεμελιωμένο σε σταθερές αρχές.

  5. La organización fue fundado para ayudar a los necesitados.

  6. Ο οργανισμός ιδρύθηκε για να βοηθήσει τους χρειάζονται.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "fundado" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Estar fundado sobre hechos
  2. (Να είναι θεμελιωμένο σε γεγονότα)
  3. Todas sus afirmaciones están fundado sobre hechos verificables.

    • Όλες οι δηλώσεις του είναι θεμελιωμένες σε επαληθεύσιμα γεγονότα.
  4. Fundado en la confianza

  5. (Θεμελιωμένο στην εμπιστοσύνη)
  6. La relación debe estar fundado en la confianza mutua.

    • Η σχέση πρέπει να είναι θεμελιωμένη στην αμοιβαία εμπιστοσύνη.
  7. Un argumento bien fundado

  8. (Μια καλά θεμελιωμένη επιχειρηματολογία)
  9. Su respuesta fue un argumento bien fundado y persuasivo.
    • Η απάντησή του ήταν μια καλά θεμελιωμένη και πειστική επιχειρηματολογία.

Ετυμολογία

Η λέξη "fundado" προέρχεται από το ρήμα "fundar", το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "fundare", το οποίο σημαίνει "να θεμελιώσω" ή "να θεμελιώνομαι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - establecido (εγκατεστημένος) - instituido (ιδρυμένος)

Αντώνυμα: - desmantelado (κατεστραμμένος) - disuelto (διαλυμένος)

Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια πλήρη κατανόηση της λέξης "fundado" και του τρόπου που χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών.



23-07-2024