Το "fundado" είναι συμμετοχή του ρήματος "fundar" που σημαίνει "ιδρύω". Λειτουργεί ως επίθετο και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει ιδρυθεί ή εδραιωθεί.
Φωνητική μεταγραφή του "fundado": /funˈðado/
Η λέξη "fundado" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει κάτι που έχει θεμελιωθεί ή στήθει, συνήθως αναφερόμενη σε οργανισμούς, θεσμούς ή τοποθεσίες. Είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά κείμενα, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο. Σχετίζεται συχνά με την ίδρυση νομικών οντοτήτων, προγραμμάτων ή οργανώσεων, ειδικά στον τομέα του δικαίου και της διοίκησης.
Το πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1895.
El proyecto está fundado en principios sólidos.
Το πρόγραμμα είναι θεμελιωμένο σε σταθερές αρχές.
La organización fue fundado para ayudar a los necesitados.
Η λέξη "fundado" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Todas sus afirmaciones están fundado sobre hechos verificables.
Fundado en la confianza
La relación debe estar fundado en la confianza mutua.
Un argumento bien fundado
Η λέξη "fundado" προέρχεται από το ρήμα "fundar", το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "fundare", το οποίο σημαίνει "να θεμελιώσω" ή "να θεμελιώνομαι".
Συνώνυμα: - establecido (εγκατεστημένος) - instituido (ιδρυμένος)
Αντώνυμα: - desmantelado (κατεστραμμένος) - disuelto (διαλυμένος)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια πλήρη κατανόηση της λέξης "fundado" και του τρόπου που χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών.