"Fundador" είναι ουσιαστικό (πολύ) αρσενικού γένους.
/funðaˈðoɾ/
Η λέξη "fundador" αναφέρεται συνήθως σε κάποιον που ίδρυσε, δημιούργησε ή θεμελίωσε κάτι, όπως μια επιχείρηση, έναν οργανισμό ή κάποιο κοινωνικό θεσμό. Στην Ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται σε ποικιλία πλαισίων και είναι συχνά συνδεδεμένη με ιστορικά πρόσωπα ή ιδρυτές εταιρειών. Η συχνότητά της είναι υψηλή, ειδικά σε γραπτές πηγές, λόγω της επίσημης φύσης των όρων που σχετίζονται με νομικά και κοινωνικά θέματα.
Juan es el fundador de la empresa que revolucionó la tecnología.
(Ο Χουάν είναι ο ιδρυτής της εταιρείας που επαναστάτησε την τεχνολογία.)
Los fundadores de esta organización son muy respetados en su comunidad.
(Οι ιδρυτές αυτής της οργάνωσης είναι πολύ σεβαστοί στην κοινότητά τους.)
Η λέξη "fundador" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις και φράσεις που αντλούν από την έννοια της ίδρυσης και της θεμελίωσης.
“Ser el fundador de una idea”
(Να είσαι ο ιδρυτής μιας ιδέας)
“Fundador de una nueva era”
(Ιδρυτής μιας νέας εποχής)
“Cada fundador tiene su propia visión.”
(Κάθε ιδρυτής έχει τη δική του όραση.)
Η λέξη "fundador" προέρχεται από το ρήμα "fundar", που σημαίνει "ίδρυση" ή "θεμελίωση". Η προέλευση του "fundar" μπορεί να ανιχνευθεί στο λατινικό "fundare", που σημαίνει "θέτω σε βάθος".
Συνώνυμα: - Creador (δημιουργός) - Establecedor (ιδρυτής)
Αντώνυμα: - Destructor (καταστροφέας) - Disolutor (διαλύτης)