Η λέξη "fundamental" είναι επίθετο.
/fun.ʔda.menˈtal/
Η λέξη "fundamental" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι ουσιώδες ή βασικό σε μια δεδομένη κατάσταση ή δόγμα. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά και φιλοσοφικά πλαίσια για να αναφερθεί σε βασικές αρχές ή δικαιώματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, ενώ μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε ακαδημαϊκές συζητήσεις.
Το δικαίωμα στη ζωή είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα.
Es fundamental entender las leyes antes de actuar.
Η λέξη "fundamental" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε ακαδημαϊκά και νομικά συμφραζόμενα.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι θεμελιώδη για την αξιοπρέπεια όλων.
El principio de igualdad es un pilar fundamental de la democracia.
Η αρχή της ισότητας είναι ένας θεμελιώδης πυλώνας της δημοκρατίας.
Es fundamental que la justicia se aplique de manera imparcial.
Η λέξη "fundamental" προέρχεται από το λατινικό "fundamentalis", που σημαίνει "αυτό που στηρίζεται σε μια βάση". Η ρίζα "fundamentum" αναφέρεται στη βάση ή στο θεμέλιο.