fundamental - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

fundamental (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "fundamental" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/fun.ʔda.menˈtal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία

Η λέξη "fundamental" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι ουσιώδες ή βασικό σε μια δεδομένη κατάσταση ή δόγμα. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά και φιλοσοφικά πλαίσια για να αναφερθεί σε βασικές αρχές ή δικαιώματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, ενώ μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε ακαδημαϊκές συζητήσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El derecho a la vida es un derecho fundamental.
  2. Το δικαίωμα στη ζωή είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα.

  3. Es fundamental entender las leyes antes de actuar.

  4. Είναι βασικό να κατανοούμε τους νόμους πριν από τη δράση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "fundamental" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε ακαδημαϊκά και νομικά συμφραζόμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις με ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Los derechos humanos son fundamentales para la dignidad de todos.
  2. Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι θεμελιώδη για την αξιοπρέπεια όλων.

  3. El principio de igualdad es un pilar fundamental de la democracia.

  4. Η αρχή της ισότητας είναι ένας θεμελιώδης πυλώνας της δημοκρατίας.

  5. Es fundamental que la justicia se aplique de manera imparcial.

  6. Είναι θεμελιώδες ότι η δικαιοσύνη εφαρμόζεται με αμεροληψία.

Ετυμολογία

Η λέξη "fundamental" προέρχεται από το λατινικό "fundamentalis", που σημαίνει "αυτό που στηρίζεται σε μια βάση". Η ρίζα "fundamentum" αναφέρεται στη βάση ή στο θεμέλιο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024