Fundamento είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /fun.daˈmen.to/
Η λέξη "fundamento" αναφέρεται σε μια βασική αρχή ή θεμέλιο πάνω στο οποίο εδράζεται κάτι. Αυτή η έννοια είναι χρήσιμη σε διάφορους τομείς όπως η φιλοσοφία, η νομική, η οικονομία και οι κοινωνικές επιστήμες. Στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό πλαίσιο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη τάση προς το γραπτό.
Το θεμέλιο μιας καλής εκπαίδευσης είναι η γνώση.
En el juicio, el abogado presentó el fundamento de su defensa.
Στη δίκη, ο δικηγόρος παρουσίασε τη βάση της υπεράσπισής του.
La investigación encontró un fundamento sólido para sus afirmaciones.
Η λέξη "fundamento" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες παρέχουν περαιτέρω βάθος στη σημασία της.
Δεν υπάρχει βάση στις κατηγορίες του.
El fundamento de la paz es el diálogo.
Η βάση της ειρήνης είναι ο διάλογος.
Ese argumento carece de fundamento.
Αυτό το επιχείρημα στερείται θεμελίου.
Es importante establecer un fundamento claro antes de proceder.
Είναι σημαντικό να καθορίσουμε μια σαφή βάση πριν προχωρήσουμε.
Los fundamentos de la teoría son complejos.
Η λέξη "fundamento" προέρχεται από το λατινικό "fundamentum", το οποίο σημαίνει "βάση" ή "θεμέλιο", προερχόμενο από το "fundare", που σημαίνει "να θεμελιώνω".
Συνώνυμα: - Base - Fundamento - Soporte
Αντώνυμα: - Superficie - Inconsistencia - Inseguridad