Η λέξη "fundamentos" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "fundamentos" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /fun.daˈmen.tos/
Η λέξη "fundamentos" προέρχεται από τη λέξη "fundamento" που σημαίνει "βάση" ή "θεμέλιο". Στους τομείς της φιλοσοφίας, της επιστήμης, και της εκπαιδευτικής θεωρίας, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στους θεμελιώδεις κανόνες ή αρχές που υποστηρίζουν μια θεωρία ή εργασία. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό κείμενο όπως ακαδημαϊκά άρθρα ή βιβλία, αλλά και σε προφορικό λόγο, ειδικά σε επιμορφωτικές συζητήσεις.
Οι θεμελιώσεις της φυσικής είναι πολύπλοκες.
Es importante entender los fundamentos de la filosofía.
Είναι σημαντικό να κατανοήσεις τις θεμελιώσεις της φιλοσοφίας.
Los fundamentos de la educación se basan en la pedagógica moderna.
Η λέξη "fundamentos" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, συνήθως σε σχέση με βασικές αρχές ή κανόνες:
Η γνώση των θεμελιώσεων ενός θέματος είναι ουσιαστική για την εμβάθυνση σε αυτό.
Para construir un edificio, los fundamentos deben ser sólidos.
Για να χτίσεις ένα κτίριο, τα θεμέλια πρέπει να είναι γερά.
Los fundamentos del derecho son vitales para entender la justicia.
Οι θεμελιώσεις του δικαίου είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση της δικαιοσύνης.
El estudio de los fundamentos matemáticos es crucial en la educación.
Η μελέτη των θεμελιώσεων των μαθηματικών είναι κρίσιμη στην εκπαίδευση.
Sin fundamentos claros, cualquier argumento puede debilitarse.
Χωρίς σαφή θεμελιώσεις, οποιοδήποτε επιχείρημα μπορεί να αδυνατίσει.
Los fundamentos de la ciencia están basados en la observación y la evidencia.
Η λέξη "fundamentos" προέρχεται από την ισπανική λέξη "fundamento", η οποία προέρχεται από το λατινικό "fundamentum", που σημαίνει "βάση" ή "θεμέλιο". Το "fundare" στα λατινικά σημαίνει "να θεμελιώνω".
Συνώνυμα: - Bases - Principios - Pilares
Αντώνυμα: - Superficies - Superestructura - Inestabilidad