fundar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

fundar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "fundar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/fun̪ˈðaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "fundar" σημαίνει να ιδρύσει ή να θεμελιώσει κάτι, όπως μία επιχείρηση, έναν οργανισμό ή ένα ίδρυμα. Χρησιμοποιείται ευρέως σε ποικιλία πλαισίων, όπως η τέχνη, η οικονομία και ο νόμος. Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "fundar" χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό, ανάλογα με το περιεχόμενο της συζήτησης. Είναι σχετικά συχνή.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La organización fue fundada en 1990.
    (Η οργάνωση ιδρύθηκε το 1990.)

  2. Decidí fundar una nueva empresa para ayudar a los jóvenes.
    (Αποφάσισα να ιδρύσω μια νέα επιχείρηση για να βοηθήσω τους νέους.)

  3. Es importante fundar un sólido sistema legal.
    (Είναι σημαντικό να θεμελιώσουμε ένα ισχυρό νομικό σύστημα.)

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "fundar"

Η λέξη "fundar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. Fundar las bases
    (Θεμελιώνω τα θεμέλια.)
    Γίνεται αναφορά στη διαδικασία δημιουργίας ενός σταθερού θεμελίου για κάτι.

  2. Fundar una amistad
    (Ιδρύω μια φιλία.)
    Εννοεί την ανάπτυξη και τη δημιουργία μιας φιλικής σχέσης.

  3. No puedes fundar un proyecto sin un buen plan.
    (Δεν μπορείς να θεμελιώσεις ένα έργο χωρίς ένα καλό σχέδιο.)
    Υποδεικνύει τη σημασία του σχεδιασμού πριν από την υλοποίηση.

  4. Es fundamental fundar tu vida en valores sólidos.
    (Είναι θεμελιώδους σημασίας να θεμελιώσεις τη ζωή σου σε στέρεες αξίες.)
    Αναφέρεται στην ανάγκη για ισχυρές ηθικές αρχές στη ζωή.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "fundar" προέρχεται από το λατινικό "fundare", το οποίο εννοεί επίσης "θεμελιώνω" ή "ιδρύω". Αυτό δείχνει την εσωτερική σύνδεση με την έννοια της δημιουργίας βάσεων.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - establecer (ιδρύω) - constituir (συνιστώ) - fundar (θεμελιώνω)

Αντώνυμα - disolver (διαλύω) - abolir (καταργώ) - destruir (καταστρέφω)



22-07-2024