fundido - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

fundido (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "fundido" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "fundido" είναι: /funˈðiðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "fundido" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - λιωμένος - καμμένος (σε περιπτώσεις υπερθέρμανσης) - χαλασμένος (σε τεχνικές ή ηλεκτρονικές εφαρμογές)

Σημασία της λέξης

Ο όρος "fundido" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που έχει λιώσει ή έχει υποστεί βλάβη λόγω θερμότητας. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η μαγειρική (πολλά τρόφιμα μπορεί να είναι "fundido"), η μηχανική και η ηλεκτρολογία.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, καθώς απαντάται συχνά σε κείμενα που σχετίζονται με τη μαγειρική, τη βιομηχανία και την τεχνολογία. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε οδηγίες ή τεχνικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El queso está fundido sobre la pizza.
    (Το τυρί είναι λιωμένο πάνω στην πίτσα.)

  2. El fusible se ha fundido y necesita ser reemplazado.
    (Η ασφάλεια έχει καεί και χρειάζεται να αντικατασταθεί.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "fundido" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Estar fundido:
  2. Estoy fundido después de trabajar todo el día.
    (Είμαι κουρασμένος μετά από εργασία όλη την ημέρα.)

  3. Fundido en oro:

  4. Ese anillo es un fundido en oro de 18 quilates.
    (Αυτό το δαχτυλίδι είναι κατασκευασμένο από χρυσό 18 καρατίων.)

  5. Fundido y descompuesto:

  6. El computador está fundido y descompuesto; no enciende.
    (Ο υπολογιστής είναι χαλασμένος και δεν ανάβει.)

  7. Corazón fundido:

  8. Ella me dio su amor y fue como tener un corazón fundido.
    (Μου έδωσε την αγάπη της και ήταν σαν να έχω ένα λιωμένο καρδιά.)

  9. Un circuito fundido:

  10. El técnico dijo que hay un circuito fundido en la placa.
    (Ο τεχνικός είπε ότι υπάρχει ένα καμμένο κύκλωμα στην πλακέτα.)

  11. Una vela fundida:

  12. La vela está fundida y no se puede volver a usar.
    (Η κεριά είναι λιωμένη και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξανά.)

  13. Estar fundido por el calor:

  14. Ayer estuve fundido por el calor del verano.
    (Χτες ήμουν λιωμένος από τη ζέστη του καλοκαιριού.)

Ετυμολογία

Η λέξη "fundido" προέρχεται από το λατινικό "fundere," που σημαίνει "λιώνω" ή "χύνω." Αυτή η ρίζα τονίζει τη διαδικασία της διάλυσης ή αλλαγής κατάστασης από στερεό σε υγρό.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024