Το "fundir" είναι ρήμα.
/ funˈdiɾ /
Η λέξη "fundir" έχει διάφορες σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο. Γενικά, σημαίνει "να λιώσει" ή "να συνδυάσει" διάφορα στοιχεία. Χρησιμοποιείται συχνά στη βιομηχανία (μέταλλο, γυαλί) καθώς και σε πιο γενικές περιπτώσεις.
Χρησιμότητα: Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό κείμενο, αλλά είναι και μέρος της προφορικής γλώσσας.
Το μέταλλο λιώνει σε υψηλές θερμοκρασίες.
Vamos a fundir los dos colores para crear uno nuevo.
Θα συνδυάσουμε τα δύο χρώματα για να δημιουργήσουμε ένα νέο.
Es importante fundir bien los ingredientes antes de hornear.
Η λέξη "fundir" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Χρησιμοποιείται για να δηλώσει έντονα συναισθήματα ή ερωτική έλξη).
Fundir fuerzas.
(Για συνεργασία ή συμπαράσταση σε μια προσπάθεια).
Fundirse con la multitud.
(Για να περιγράψεις κάποιον που χάνεται ή γίνεται μέρος ενός μεγάλου συνόλου).
Fundirse en lágrimas.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "fundere" που σημαίνει "να χύνω" ή "να χωνεύω". Έχει διατηρηθεί στη ρομανική γλώσσα και μέχρι σήμερα.
Συνώνυμα: - Derretir (λιώνω) - Mezclar (αναμειγνύω)
Αντώνυμα: - Solidificar (συγκολλώ) - Separar (χωρίζω)