Η λέξη "funeral" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "funeral" στα Ισπανικά είναι [ˈfun.e.ɾal].
Η λέξη "funeral" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "κηδεία".
Η λέξη "funeral" αναφέρεται στην τελετή που αφορά την ταφή ή την αποτέφρωση ενός νεκρού. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια που αφορούν τις τελετές, τη λύπη και τον σεβασμό προς τους πεθαμένους. Είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο λόγω της σοβαρότητάς του θέματος, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
La familia organizó un funeral para su abuela.
(Η οικογένεια διοργάνωσε μια κηδεία για τη γιαγιά τους.)
Asistimos al funeral de un gran amigo.
(Παρακολουθήσαμε την κηδεία ενός σπουδαίου φίλου.)
El funeral será el viernes a las tres de la tarde.
(Η κηδεία θα είναι την Παρασκευή στις τρεις το απόγευμα.)
Η λέξη "funeral" χρησιμοποιείται πολλές φορές σε ιδιωματικές εκφράσεις.
Hacer un funeral a alguien.
(Να κάνεις κηδεία για κάποιον.)
Διαδικασία που αφορά τη θλίψη και την αποδοχή του θανάτου.
Estar en un funeral.
(Να είσαι σε κηδεία.)
Συχνά σημαίνει ότι κάποιος είναι σε κατάσταση λύπης ή ότι βρίσκεται σε ψυχολογική οδύνη.
El silencio de un funeral.
(Η σιωπή μιας κηδείας.)
Εκφράζει την κατάσταση της σοβαρότητας και του σεβασμού που επικρατεί κατά τη διάρκεια των τελετών.
Η λέξη "funeral" προέρχεται από τα Λατινικά "funeralis", το οποίο σχετίζεται με ταφή.
Αυτή η εξέταση της λέξης "funeral" επισημαίνει την πολιτιστική και κοινωνική σημασία της ενόψει της απώλειας και της θλίψης.