Η λέξη "fungible" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "fungible" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˈfʌn.dʒə.bəl/.
Η λέξη "fungible" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως "ανταλλάξιμος" ή "αναγκαίος".
Η λέξη "fungible" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του δικαίου και της οικονομίας για να περιγράψει αγαθά ή περιουσιακά στοιχεία που είναι εναλλάξιμα και μπορούν να αντικατασταθούν από άλλα ίδια, όπως χρηματοοικονομικά εργαλεία ή εμπορεύματα. Στη γλώσσα των Ισπανών, η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα και νομικά συμφραζόμενα από ό,τι στον προφορικό λόγο.
"Los bienes fungibles pueden ser intercambiados fácilmente."
(Τα ανταλλάξιμα αγαθά μπορούν να αντικατασταθούν εύκολα.)
"Es importante entender el concepto de propiedad fungible en derecho comercial."
(Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την έννοια της ανταλλάξιμης ιδιοκτησίας στο εμπορικό δίκαιο.)
"Los contratos suelen incluir cláusulas sobre cómo tratar los bienes fungibles."
(Οι συμβάσεις συνήθως περιλαμβάνουν ρήτρες σχετικά με το πώς να αντιμετωπίζονται τα ανταλλάξιμα αγαθά.)
Οι όροι που σχετίζονται με την εναλλαξιμότητα μπορεί να εμφανίζονται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και η λέξη "fungible" δεν είναι συνηθισμένη σε καθημερινές φράσεις. Ωστόσο, ορισμένες εκφράσεις που σχετίζονται με την ανταλλάξιμη φύση περιουσιακών στοιχείων μπορούν να χρησιμοποιηθούν:
"Los activos fungibles son esenciales en el comercio."
(Τα ανταλλάξιμα περιουσιακά στοιχεία είναι ουσιαστικά στο εμπόριο.)
"Un contrato de intercambio puede implicar bienes fungibles."
(Ένα συμβόλαιο ανταλλαγής μπορεί να περιλαμβάνει ανταλλάξιμα αγαθά.)
"La liquidez de los activos fungibles facilita su venta."
(Η ρευστότητα των ανταλλάξιμων περιουσιακών στοιχείων διευκολύνει την πώλησή τους.)
Η λέξη "fungible" προέρχεται από το λατινικό "fungibilis", που σημαίνει "που μπορεί να καταναλωθεί ή να χρησιμοποιηθεί".
Αντικαταστάσιμος
Αντώνυμα: