furioso - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

furioso (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

furioso: επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/fuˈɾjoso/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη furioso στα Ισπανικά σημαίνει "θυμωμένος" ή "οργισμένος". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σε κατάσταση έντονου θυμού ή οργής. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή σε θεατρικά κείμενα ή λογοτεχνία όπου οι συναισθηματικές εκφράσεις περιγράφονται με έμφαση.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. El hombre estaba furioso por la traición.
    Ο άνδρας ήταν φουριώδης λόγω της προδοσίας.

  2. No quiero ver a Juan cuando está furioso.
    Δεν θέλω να δω τον Χουάν όταν είναι θυμωμένος.

  3. El perro se puso furioso al ver al extraño.
    Ο σκύλος έγινε φουριώδης μόλις είδε τον ξένο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη furioso δεν χρησιμοποιείται μόνο κυριολεκτικά, αλλά και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:

  1. Estar furioso como una tormenta.
    Να είσαι θυμωμένος σαν καταιγίδα.
    Προσδιορίζει τον έντονο θυμό κάποιου.

  2. Hacer enfurecer a alguien.
    Να προξενήσεις θυμό σε κάποιον.
    Χρησιμοποιείται για να πει κανείς ότι κάτι ή κάποιος προκαλεί οργή.

  3. Dejar a alguien furioso.
    Να αφήσεις κάποιον φουριώδη.
    Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι μια πράξη προκάλεσε οργή σε κάποιον.

  4. Estar furioso por los resultados.
    Να είσαι θυμωμένος με τα αποτελέσματα.
    Ορίζεται η κατάσταση που προκαλεί απογοήτευση και οργή.

  5. Causa furor entre sus seguidores.
    Κάνει θραύση ανάμεσα στους υποστηρικτές του.
    Χρησιμοποιείται για να δείξει μεγάλη αποδοχή ή ενθουσιασμό.

Ετυμολογία

Η λέξη furioso προέρχεται από το λατινικό furiosus, που σημαίνει "θεωρητικά οργισμένος" ή "θυμωμένος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - enfadado (θυμωμένος) - iracundo (οργισμένος) - encolerizado (αγανακτισμένος)

Αντώνυμα: - tranquilo (ήρεμος) - calmado (ηρεμία) - sereno (συγκρατημένος)



22-07-2024