furioso: επίθετο.
/fuˈɾjoso/
Η λέξη furioso στα Ισπανικά σημαίνει "θυμωμένος" ή "οργισμένος". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σε κατάσταση έντονου θυμού ή οργής. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή σε θεατρικά κείμενα ή λογοτεχνία όπου οι συναισθηματικές εκφράσεις περιγράφονται με έμφαση.
El hombre estaba furioso por la traición.
Ο άνδρας ήταν φουριώδης λόγω της προδοσίας.
No quiero ver a Juan cuando está furioso.
Δεν θέλω να δω τον Χουάν όταν είναι θυμωμένος.
El perro se puso furioso al ver al extraño.
Ο σκύλος έγινε φουριώδης μόλις είδε τον ξένο.
Η λέξη furioso δεν χρησιμοποιείται μόνο κυριολεκτικά, αλλά και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Estar furioso como una tormenta.
Να είσαι θυμωμένος σαν καταιγίδα.
Προσδιορίζει τον έντονο θυμό κάποιου.
Hacer enfurecer a alguien.
Να προξενήσεις θυμό σε κάποιον.
Χρησιμοποιείται για να πει κανείς ότι κάτι ή κάποιος προκαλεί οργή.
Dejar a alguien furioso.
Να αφήσεις κάποιον φουριώδη.
Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι μια πράξη προκάλεσε οργή σε κάποιον.
Estar furioso por los resultados.
Να είσαι θυμωμένος με τα αποτελέσματα.
Ορίζεται η κατάσταση που προκαλεί απογοήτευση και οργή.
Causa furor entre sus seguidores.
Κάνει θραύση ανάμεσα στους υποστηρικτές του.
Χρησιμοποιείται για να δείξει μεγάλη αποδοχή ή ενθουσιασμό.
Η λέξη furioso προέρχεται από το λατινικό furiosus, που σημαίνει "θεωρητικά οργισμένος" ή "θυμωμένος".
Συνώνυμα: - enfadado (θυμωμένος) - iracundo (οργισμένος) - encolerizado (αγανακτισμένος)
Αντώνυμα: - tranquilo (ήρεμος) - calmado (ηρεμία) - sereno (συγκρατημένος)