fusible - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

fusible (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "fusible" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/fuˈsi.βle/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "fusible" αναφέρεται σε μία ουσία ή υλικό που μπορεί να λιώσει ή να συγχωνευθεί όταν θερμανθεί. Στην ηλεκτρονική και ραδιοφωνική τεχνολογία, αναφέρεται συχνά σε στοιχεία όπως ασφάλειες και υλικά συγκόλλησης. Η χρήση της είναι κοινή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικές συνομιλίες.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El cable es fusible a altas temperaturas.
  2. Το καλώδιο είναι λιωτό σε υψηλές θερμοκρασίες.

  3. Usamos un material fusible para hacer la soldadura.

  4. Χρησιμοποιούμε ένα λιωτό υλικό για να κάνουμε τη συγκόλληση.

  5. Es importante usar componentes fusibles para evitar cortocircuitos.

  6. Είναι σημαντικό να χρησιμοποιούμε συγχωνεύσιμα εξαρτήματα για να αποφύγουμε βραχυκυκλώματα.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "fusible" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τεχνικά συμφραζόμενα. Ορισμένες προτάσεις περιλαμβάνουν:

  1. El diseño del circuito debe ser fusible para mayor seguridad.
  2. Ο σχεδιασμός του κυκλώματος πρέπει να είναι λιωτός για μεγαλύτερη ασφάλεια.

  3. Un fusible roto puede causar problemas eléctricos.

  4. Ένα σπασμένο λιωτό μπορεί να προκαλέσει ηλεκτρικά προβλήματα.

  5. Los materiales fusibles son fundamentales en la fabricación de dispositivos electrónicos.

  6. Τα λιωτά υλικά είναι θεμελιώδη στην κατασκευή ηλεκτρονικών συσκευών.

  7. Es recomendable tener un fusible de repuesto en caso de emergencia.

  8. Είναι σκόπιμο να έχουμε ένα λιωτό αντίγραφο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "fusible" προέρχεται από το λατινικό "fusibilis", που σημαίνει "αυτό που μπορεί να λιώσει" και προέρχεται από το "fundere" που σημαίνει "να λιώσει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Meltable (λιωτό) - Térmico (θερμικό)

Αντώνυμα: - Solid (στερεό) - Inalterable (μη αλλοιώσιμο)



23-07-2024