Η λέξη "fusible" είναι επίθετο.
/fuˈsi.βle/
Η λέξη "fusible" αναφέρεται σε μία ουσία ή υλικό που μπορεί να λιώσει ή να συγχωνευθεί όταν θερμανθεί. Στην ηλεκτρονική και ραδιοφωνική τεχνολογία, αναφέρεται συχνά σε στοιχεία όπως ασφάλειες και υλικά συγκόλλησης. Η χρήση της είναι κοινή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικές συνομιλίες.
Το καλώδιο είναι λιωτό σε υψηλές θερμοκρασίες.
Usamos un material fusible para hacer la soldadura.
Χρησιμοποιούμε ένα λιωτό υλικό για να κάνουμε τη συγκόλληση.
Es importante usar componentes fusibles para evitar cortocircuitos.
Η λέξη "fusible" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε τεχνικά συμφραζόμενα. Ορισμένες προτάσεις περιλαμβάνουν:
Ο σχεδιασμός του κυκλώματος πρέπει να είναι λιωτός για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Un fusible roto puede causar problemas eléctricos.
Ένα σπασμένο λιωτό μπορεί να προκαλέσει ηλεκτρικά προβλήματα.
Los materiales fusibles son fundamentales en la fabricación de dispositivos electrónicos.
Τα λιωτά υλικά είναι θεμελιώδη στην κατασκευή ηλεκτρονικών συσκευών.
Es recomendable tener un fusible de repuesto en caso de emergencia.
Η λέξη "fusible" προέρχεται από το λατινικό "fusibilis", που σημαίνει "αυτό που μπορεί να λιώσει" και προέρχεται από το "fundere" που σημαίνει "να λιώσει".
Συνώνυμα: - Meltable (λιωτό) - Térmico (θερμικό)
Αντώνυμα: - Solid (στερεό) - Inalterable (μη αλλοιώσιμο)