Το "fusilamiento" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [fusiˈlamjento]
Η λέξη "fusilamiento" αναφέρεται στην εκτέλεση ενός ατόμου με χρήση πυροβόλου όπλου. Συνήθως, χρησιμοποιείται σε στρατιωτικά ή δικαστικά πλαίσια όπου ένα άτομο καταδικάζεται σε θάνατο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη αυτή έχει χρησιμοποιηθεί σε διάφορα ιστορικά και πολιτικά συμφραζόμενα. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να έχει αναφορές σε συζητήσεις σχετικά με την ποινική δικαιοσύνη ή την ιστορία.
El fusilamiento del prisionero fue muy controvertido.
(Η εκτέλεση του φυλακισμένου ήταν πολύ αμφιλεγόμενη.)
Durante la guerra, hubo muchos fusilamientos.
(Κατά τη διάρκεια του πολέμου, υπήρξαν πολλές εκτελέσεις.)
El informe detalla el fusilamiento de varios opositores políticos.
(Η αναφορά περιγράφει την εκτέλεση αρκετών πολιτικών αντιπάλων.)
Η λέξη "fusilamiento" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχει κάποια αναφορά σε μεταφορικές χρήσεις που σχετίζονται με βία ή σφοδρή κριτική.
"El fusilamiento de la verdad"
(Η εκτέλεση της αλήθειας) - Αναφέρεται στην καταπίεση ή την απόκρυψη της αλήθειας.
"Frente al fusilamiento de las ideas"
(Ενάντια στην εκτέλεση των ιδεών) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την καταστολή της ελεύθερης έκφρασης.
"Sufrir un fusilamiento mediático"
(Να υποστεί μια με Mediatic εκτέλεση) - Αναφέρεται σε σφοδρή κριτική ή επιθέσεις από τα μίντια.
Η λέξη "fusilamiento" προέρχεται από το "fusilar", που σημαίνει "εκτελώ με πυροβόλο όπλο" και ετυμολογικά συνδέεται με το "fusil", που σημαίνει "όπλο". Η πρόθεση "-amiento" υποδηλώνει τη διαδικασία ή την πράξη.
Συνώνυμα: - Ejecución (εκτέλεση) - Liquidación (απομάκρυνση, εξόντωση)
Αντώνυμα: - Absolución (απαλλαγή) - Indulto (χάρη, επιείκεια)