Fusilar είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
/pusiˈlaɾ/
Η λέξη fusilar αναφέρεται κυρίως στην πράξη του να πυροβολείς ή να εκτελείς κάποιον με πυρά. Χρησιμοποιείται συχνά σε στρατιωτικά ή εγκληματολογικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο αλλά χρησιμοποιείται και σε γραπτά κείμενα.
El soldado fusiló al traidor.
(Ο στρατιώτης πυροβόλησε τον προδότη.)
La pena de muerte en algunos países implica fusilar a los convictos.
(Η θανατική ποινή σε ορισμένες χώρες συνεπάγεται την εκτέλεση των καταδικασμένων με πυρά.)
Η λέξη fusilar χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Fusilar la idea
(Να σκοτώσεις την ιδέα)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ότι απορρίπτεις ή καταστρέφεις μια ιδέα πριν καν αναπτυχθεί.
Fusilarse de risa
(Να πυροβοληθείς από τα γέλια)
Χρησιμοποιείται όταν κάτι είναι εξαιρετικά αστείο και προκαλεί έντονο γέλιο.
Fusilar a alguien con preguntas
(Να πυροβολήσεις κάποιον με ερωτήσεις)
Αναφέρεται στη διαδικασία του να υποβάλλεις πολλές ερωτήσεις με γρήγορο ρυθμό.
Η λέξη fusilar προέρχεται από τη λέξη fusil, που σημαίνει «όπλο» ή «τουφέκι» στα ισπανικά, συνδυάζοντας τον κύριο ρίζα του όρου που σχετίζεται με την εκτέλεση.
Συνώνυμα:
- Disparar (να πυροβολώ)
- Ejecutar (να εκτελώ)
Αντώνυμα:
- Salvar (να σώσω)
- Proteger (να προστατέψω)
Αυτή η παρουσίαση παρέχει μια ευρεία εικόνα του όρου fusilar στα ισπανικά με τις αντίστοιχες μεταφράσεις και ερμηνείες στα ελληνικά.