Το "gabardina" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/fɡaβaɾˈðina/
Η λέξη "gabardina" αναφέρεται κυρίως σε ένα είδος αδιάβροχου παλτού ή μπουφάν, συνήθως κατασκευασμένο από ειδικό ύφασμα που αποτρέπει τη διείσδυση του νερού. Χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο ύφασμα, που είναι ανθεκτικό και συχνά χρησιμοποιείται για εξωτερικά ρούχα.
Η λέξη "gabardina" είναι σχετικά συχνή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Αυτή αγόρασε μια καινούρια γκαμπαρντίνα για τον χειμώνα.
La gabardina es ideal para días de lluvia.
Η γκαμπαρντίνα είναι ιδανική για βροχερές μέρες.
Me gusta el diseño de tu gabardina.
Η λέξη "gabardina" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις ή εκφράσεις που σχετίζονται με το στυλ και την ένδυση:
Μη βγαίνεις χωρίς τη γκαμπαρντίνα σου όταν βρέχει.
La gabardina del detective le da un aire misterioso.
Η γκαμπαρντίνα του ντετέκτιβ του δίνει μια μυστηριώδη αίσθηση.
Cuando hace viento, es mejor llevar una gabardina.
Όταν έχει αέρα, είναι καλύτερα να φοράς μια γκαμπαρντίνα.
Esa gabardina le queda muy bien a su figura.
Η λέξη "gabardina" προέρχεται από το γαλλικό "gabardine", το οποίο αναφέρεται σε ένα ειδικό ύφασμα. Η γαλλική λέξη πιθανώς έχει τις ρίζες της στο Ισπανικό "gabardina", που σχετίζεται με τα αδιάβροχα υφάσματα.
Συνώνυμα: - impermeable (αδιάβροχο) - abrigo (παλτό)
Αντώνυμα: - liviano (ελαφρύ) - transitable (διάφανο)