Το "gabela" είναι ουσιαστικό.
/gabeˈla/
Η λέξη "gabela" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί σε έναν φόρο ή μια προμήθεια που επιβάλλεται σε κάποιες εμπορικές ή οικονομικές συναλλαγές. Συνήθως, αυτός ο όρος χρησιμοποιείται σε νομικά και οικονομικά κείμενα. Η συχνότητά της είναι χαμηλή στο προφορικό λόγο, αλλά έχει πιο αυξημένη χρήση σε γραπτά κείμενα και νομικά έγγραφα.
La gabela del comercio ha aumentado significativamente este año.
(Η προμήθεια του εμπορίου έχει αυξηθεί σημαντικά φέτος.)
Los agricultores deben pagar una gabela por el uso de las tierras.
(Οι αγρότες πρέπει να πληρώσουν έναν φόρο για τη χρήση των γαιών.)
Η λέξη "gabela" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με φόρους ή έξοδα.
Hay que tener en cuenta la gabela a la hora de hacer un presupuesto.
(Πρέπει να λάβουμε υπόψη την προμήθεια κατά την κατάρτιση ενός προϋπολογισμού.)
El aumento de la gabela ha generado controversia entre los negocios locales.
(Η αύξηση της προμήθειας έχει δημιουργήσει αντιπαραθέσεις μεταξύ των τοπικών επιχειρήσεων.)
Muchos ciudadanos sienten que la gabela es injusta y debería ser revisada.
(Πολλοί πολίτες πιστεύουν ότι η προμήθεια είναι άδικη και θα πρέπει να επανεξεταστεί.)
Η λέξη "gabela" προέρχεται από το αραβικό "qabala" που σημαίνει "φορολογώ" ή "υπολογισμός".
Συνώνυμα: φόρος, επιβάρυνση, προμήθεια
Αντώνυμα: επιστροφή φόρου, αμοιβή, αποζημίωση