Gacho είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [ˈɡat͡ʃo]
Η λέξη gacho χρησιμοποιείται κυρίως σε ομιλία στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ιδιαίτερα στο Μεξικό. Υποδηλώνει κάτι ή κάποιον που είναι κακός, αγενής ή δυσάρεστος. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει ανθρώπους που δείχνουν ανήθικες ή αρνητικές συμπεριφορές.
Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, ενδεχομένως λόγω της αιώνιας κουλτούρας του λαού.
"Ese comentario fue muy gacho."
"Αυτό το σχόλιο ήταν πολύ κακό."
"No seas gacho, comparte tu comida."
"Μην είσαι αγενής, μοιράσου το φαγητό σου."
Το gacho χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"¡Qué gacho eres!"
"Πόσο αγενής είσαι!"
"No me gusta este lugar, está gacho."
"Δεν μου αρέσει αυτό το μέρος, είναι άσχημο."
"Ese tipo es gacho, no confíes en él."
"Αυτός ο τύπος είναι κακός, μην του εμπιστεύεσαι."
"Hice un gacho comentario y ahora me siento mal."
"Έκανα ένα κακό σχόλιο και τώρα νιώθω άσχημα."
"Es gacho hablar así de alguien."
"Είναι αγενές να μιλάς έτσι για κάποιον."
"No seas gacho, todos merecen respeto."
"Μην είσαι κακός, όλοι αξίζουν σεβασμό."
"El precio de la cena fue gacho."
"Η τιμή του δείπνου ήταν πολύ ακριβή."
"Su actitud gacha arruinó la fiesta."
"Η αγενής του στάση χάλασε το πάρτι."
Η προέλευση της λέξης gacho δεν είναι απόλυτα σαφής, αλλά πιστεύεται ότι προέρχεται από την ισπανική παραδοσιακή γλώσσα ή από ντόπιες γλώσσες των αυτόχθονων λαών της Λατινικής Αμερικής.
Συνώνυμα: - Malo (κακός) - Desagradable (δυσάρεστος) - Grosero (αγενής)
Αντώνυμα: - Bueno (καλός) - Amable (ευγενής) - Cortés (ευγενικός)
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης gacho στο πλαίσιο της ισπανικής γλώσσας.