Gafa είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[ˈɡafa]
Η λέξη gafa αναφέρεται συνήθως σε γυαλιά ή φακούς που χρησιμοποιούνται για την ορατότητα, είτε πρόκειται για γυαλιά ηλίου είτε για γυαλιά που διορθώνουν την όραση. Χρησιμοποιείται συχνά στη χορήγηση εμπορικών προϊόντων και στο πλαίσιο της μόδας. Στη γλώσσα των Ισπανών, μπορεί να χρησιμοποιείται πιο συχνά στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Ella siempre lleva gafas de sol en verano.
Αυτή πάντα φοράει γυαλιά ηλίου το καλοκαίρι.
Mis gafas se rompieron ayer.
Τα γυαλιά μου σπάσαν χτες.
Necesito un nuevo par de gafas.
Χρειάζομαι ένα νέο ζευγάρι γυαλιών.
Η λέξη gafa δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες νεολογισμένες ή απλές φράσεις.
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να υποδείξει ότι είναι απαραίτητο να δει κάτι καλύτερα.
Ver todo a través de las gafas.
Βλέπω τα πάντα μέσα από τα γυαλιά.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναδείξει τη σημερινή προοπτική κάποιου.
Gafas de lectura.
Γυαλιά ανάγνωσης.
Η λέξη gafa προέρχεται από το κοινό ιταλικό gaffa, το οποίο με τη σειρά του έχει λατινικές ρίζες. Η χρήση της λέξης έχει εξελιχθεί μέσα στους αιώνες και έχει αποκτήσει τη σύγχρονη σημασία της.
Συνώνυμα: - Lentes (φακοί) - Anteojos (γυαλιά)
Αντώνυμα: - Sin gafas (χωρίς γυαλιά)
Η λέξη gafa είναι συνδεδεμένη με τη σφαίρα της μόδας και της ορατότητας, και συχνά οι άνθρωποι την χρησιμοποιούν για να περιγράψουν ένα στυλ ή πρακτική στη ζωή τους.