Η λέξη "gajo" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈɡaxo/
Η λέξη "gajo" αναφέρεται σε ένα κομμάτι ή τμήμα, κυρίως όσον αφορά το φρούτο (π.χ. κομμάτι πορτοκαλιού) αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε πιο γενικές ή μεταφορικές έννοιες για να περιγράψει ένα τμήμα κάποιου συνόλου. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται πιο συχνά στην προφορική γλώσσα, αν και συναντάται και σε γραπτές μορφές.
Αυτό το κομμάτι πορτοκαλιού είναι πολύ ζουμερό.
"Corta un gajo de limón para el té."
Η λέξη "gajo" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε σημαντικές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρείτε κάποιες χρήσεις που ενσωματώνουν τη λέξη σε διάφορες φράσεις:
Δεν είναι ένα κομμάτι από οποιοδήποτε φρούτο.
"Cada gajo cuenta en el progreso del proyecto."
Κάθε κομμάτι μετράει στην πρόοδο του έργου.
"Lo que le falta a este plato es un gajo de sabor."
Η λέξη "gajo" προέρχεται από την λατινική λέξη "gālum", η οποία σημαίνει "τμήμα" ή "κομμάτι".
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "gajo" στη γλώσσα Ισπανικά.