Η λέξη "galano" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "galano" είναι: /ɡaˈlano/
Η λέξη "galano" αναφέρεται σε κάτι που είναι κομψό, εκλεπτυσμένο ή διαχρονικά όμορφο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ανθρώπους ή αντικείμενα που έχουν έναν αέρα εκλέπτυνσης ή που προβάλλουν μια αίσθηση ανωτερότητας. Στη γλώσσα Ισπανικά, η συχνότητα χρήσης της λέξης "galano" είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και ίσως είναι πιο κοινή σε λογοτεχνικά ή φιλότεχνα κείμενα.
El traje que lucía era muy galano.
(Το κοστούμι που φορούσε ήταν πολύ κομψό.)
Su manera de hablar es galana y cautivadora.
(Ο τρόπος που μιλάει είναι εκλεπτυσμένος και γοητευτικός.)
Η λέξη "galano" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να βρεθεί σε κάποιες περιφραστικές χρήσεις.
Tener un corazón galano.
(Να έχεις μια κομψή καρδιά.)
(Αυτή η έκφραση αναφέρεται σε κάποιον που είναι ευγενικός και γενναιόδωρος.)
Vestirse de gala es galano.
(Ντύνεται με gala είναι κομψό.)
(Αυτή η φράση αναφέρεται στην προετοιμασία για μια επίσημη εκδήλωση.)
Η λέξη "galano" προέρχεται από το λατινικό "gallanus", που περιγράφει κάτι που σχετίζεται με τους κόκορες ή καλούς τρόπους. Η λέξη εξελίχθηκε στην Ισπανική γλώσσα για να αναφέρεται σε καλό γούστο και κομψότητα.
Συνώνυμα: - elegante (κομψός) - refinado (εκλεπτυσμένος)
Αντώνυμα: - tosco (χονδροειδής) - grosero (αγενής)