Το "gallego" είναι ουσιαστικό και είναι θηλυκό (gallega για τη θηλυκή μορφή) και μπορεί να λειτουργήσει και ως επίθετο.
/galeɣo/
Η λέξη "gallego" αναφέρεται σε άνθρωπο από τη Γαλικία, μια αυτόνομη περιοχή στη βόρεια Ισπανία. Χρησιμοποιείται και για την γαλικιανή γλώσσα. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο και γραπτό λόγο, με περισσότερη συχνότητα στις περιοχές όπου διαβιούν άτομα από τη Γαλικία.
"Ο γαλικιανός είναι πολύ φιλικός και πάντα βοηθά τους τουρίστες."
"Ella habla gallego con su familia."
Η λέξη "gallego" μπορεί να συναντηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Μη γίνεσαι γαλικιανός." (χρησιμοποιείται για να προτείνει κάποιον να μην είναι επιφυλακτικός ή αναποφάσιστος).
"Tiene un corazón gallego."
"Έχει μια γαλικιανή καρδιά." (αναφέρεται σε κάποιον που είναι φιλόξενος και γενναιόδωρος).
"Soy de origen gallego."
Η λέξη "gallego" προέρχεται από το λατινικό "gallaecus", που χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τους κατοίκους της περιοχής Γαλικίας.
Συνώνυμα: - Gallecista (για τους υπερασπιστές της γαλικιανής ταυτότητας) - Nordés (σχετικά με τη Βόρεια Ισπανία)
Αντώνυμα: - Castellano (αναφέρεται σε άτομα που είναι Ισπανοί από την Καστίλη, που συνήθως παρουσιάζει μια διαφορετική πολιτιστική ταυτότητα).
Αυτή είναι μια συνοπτική περιγραφή του όρου "gallego".