Η λέξη "galleta" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/gajeˈta/
Η λέξη "galleta" αναφέρεται σε ένα είδος ψημένου προϊόντος που συνήθως είναι γλυκό και έχει σχήμα επίπεδου δίσκου. Χρησιμοποιείται σε πολλές χώρες ισπανόφωνες για να περιγράψει μπισκότα ή cookies, και μπορεί να αναφέρεται σε διαφορετικά στυλ ή γεύσεις. Η χρήση της λέξης είναι κοινή και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, αλλά σε κάποιες χώρες μπορεί να υπάρχουν προτιμήσεις που υπαγορεύονται από το περιεχόμενο σε σχέση με την παράδοση και τις τοπικές γεύσεις.
Me gusta comer galleta con leche.
(Μου αρέσει να τρώω μπισκότο με γάλα.)
Ella cocina galletas de chocolate para la fiesta.
(Αυτή φτιάχνει μπισκότα σοκολάτας για το πάρτι.)
Las galletas de avena son muy saludables.
(Τα μπισκότα βρώμης είναι πολύ υγιεινά.)
Δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη "galleta", αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σε καλή φυσική κατάσταση.
Galleta rota.
(Σπασμένο μπισκότο.)
Αναφέρεται σε κάτι που έχει αποτύχει ή δεν είναι όπως αναμενόταν.
Echar galletas a la fogata.
(Να ρίχνεις μπισκότα στη φωτιά.)
Η λέξη "galleta" προέρχεται από την παλαιότερη λέξη "galleta" που είναι μινωική ή προρωμαϊκή. Σε άλλες γλώσσες προέρχεται από το λατινικό "cāris", που σημαίνει το ίδιο ή σχετικό.
Συνώνυμα: - Cookie (αγγλικά) - Biscotto (ιταλικά) - Biscuit (αγγλικά - κυρίως βρετανικής προέλευσης)
Αντώνυμα: - Μη γλυκά προϊόντα (π.χ. ψωμί, κέικ)
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "galleta" στα Ισπανικά.