gallina: ουσιαστικό (feminine noun)
[ɡaˈlin.a]
Η λέξη gallina αναφέρεται στο θηλυκό άτομο της οικογένειας των κοτόπουλων. Στα Ισπανικά χρησιμοποιείται σε γενικές και καθημερινές καταστάσεις, κυρίως για να αναφερθεί στο ζώο ως πηγή τροφής (ως πηγή αυγών ή κρέατος). Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και απαντάται και σε γραπτό κείμενο.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία και σε αγροτικές συζητήσεις, αλλά επίσης μπορεί να εμφανίζεται σε παραδοσιακές συνταγές και ανάλυση της διατροφής.
La gallina está en el corral.
(Η κότα είναι στον κοτέτσο.)
Compré una gallina para la cena.
(Αγόρασα μια κότα για το δείπνο.)
Mi abuela cría gallinas en su granja.
(Η γιαγιά μου εκτρέφει κότες στη φάρμα της.)
Η λέξη gallina εμφανίζεται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως με συναισθηματική ή μεταφορική σημασία. Ακολουθούν κάποιες:
No seas gallina, lánzate al agua.
(Μην είσαι δειλός, πηδήξτε στο νερό.)
Gallina de los huevos de oro
(κότα που κάνει χρυσά αυγά, υπονοεί κάτι πολύτιμο ή προσοδοφόρο)
Esa idea fue la gallina de los huevos de oro para la compañía.
(Αυτή η ιδέα ήταν η κότα που κάνει χρυσά αυγά για την εταιρεία.)
A gallina vieja le da miedo el agua
(στους ηλικιωμένους αρέσουν οι σιγουριές, δεν ρισκάρουν)
Eso tienes que entenderlo; a gallina vieja le da miedo el agua.
(Πρέπει να το καταλάβεις; Στους ηλικιωμένους αρέσουν οι σιγουριές.)
Gallina no pone, nunca la ahorques
(όποιος δεν κάνει τίποτα δεν πρέπει να τιμωρείται)
Η λέξη gallina προέρχεται από το λατινικό gallina, το οποίο είναι το θηλυκό του gallus (κόκορας). Η ρίζα δηλώνει ψηκτήρες και επιρρήματα που σχετίζονται με την οικογένεια των πτηνών.
Συνώνυμα - ave (πουλί) - pollo (κοτόπουλο - γενικά)
Αντώνυμα - gallo (κόκορας)