Το "galvanizado" είναι επίθετο.
/galβa.niˈθa.ðo/ (Ισπανικά Ισπανίας)
/galva.niˈzado/ (Ισπανικά Λατινικής Αμερικής)
Το "galvanizado" αναφέρεται σε ένα υλικό, συνήθως μέταλλο, το οποίο έχει υποστεί διαδικασία γαλβανισμού—μία διαδικασία κατά την οποία το μέταλλο καλύπτεται με μια λεπτή στρώση ψευδαργύρου για να προστατευθεί από τη διάβρωση. Χρησιμοποιείται ευρέως σε κατασκευές και βιομηχανίες για την αύξηση της αντοχής και της διάρκειας ζωής των προϊόντων.
Η συχνότητα χρήσης του "galvanizado" είναι υψηλή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικά και βιομηχανικά κείμενα. Στον προφορικό λόγο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται σε ειδικές συζητήσεις ή όταν μιλούν για τεχνικά θέματα.
El puente está hecho de acero galvanizado para evitar la corrosión.
(Η γέφυρα είναι κατασκευασμένη από γαλβανισμένο ατσάλι για να αποφεύγεται η διάβρωση.)
Los tubos galvanizados se utilizan comúnmente en la fontanería moderna.
(Οι γαλβανισμένοι σωλήνες χρησιμοποιούνται συνήθως στην σύγχρονη υδραυλική.)
La empresa ofrece una garantía para sus productos galvanizados.
(Η εταιρεία προσφέρει εγγύηση για τα γαλβανισμένα προϊόντα της.)
Το "galvanizado" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να αναφέρεται σε τις διαδικασίες ή την προστασία από τη διάβρωση.
La eficacia del galvanizado es evidente en muchas aplicaciones industriales.
(Η αποτελεσματικότητα του γαλβανισμού είναι προφανής σε πολλές βιομηχανικές εφαρμογές.)
Gracias al galvanizado, los productos tienen una vida útil mucho más larga.
(Χάρη στον γαλβανισμό, τα προϊόντα έχουν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.)
El galvanizado previene efectos perjudiciales en estructuras metálicas.
(Ο γαλβανισμός αποτρέπει επιβλαβείς επιδράσεις σε μεταλλικές δομές.)
Η λέξη προέρχεται από το "galvanizar", που σημαίνει "να γαλβανίσετε", το οποίο οφείλεται στο όνομα του Ιταλού επιστήμονα Alessandro Volta, που ανακάλυψε το φαινόμενο της γαλβανικής ροής.
Συνώνυμα:
- chapado (Ηλεκτροχάλυκας)
- revestido (Επενδυμένο)
Αντώνυμα:
- oxidado (Οξειδωμένο)
- deteriorado (Κατεστραμμένο)