Gamo είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "gamo" είναι: /ˈɡamo/
Η λέξη "gamo" αναφέρεται σε έναν αρσενικό τρυγόνο (βελανίδι), είναι ένα είδος ελαφιού που ανήκει στην οικογένεια των ελαφιών. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα της ζωολογίας και της κυνηγητικής, ιδιαίτερα για να αναφερθεί στα αρσενικά ελάφια που έχουν αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά. Αυτός ο όρος δεν είναι πολύ διαδεδομένος και χρησιμοποιείται κυρίως σε κείμενα σχετικά με τη φύση και τα ζώα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
"El gamo es un animal elegante que vive en los bosques."
"Ο γκαμο είναι ένα κομψό ζώο που ζει στα δάση."
"Cazamos un gamo durante la temporada de caza."
"Κυνηγήσαμε έναν γκαμο κατά τη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου."
Η λέξη "gamo" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά υπάρχουν κάποιες αναφορές στη φύση και την κυνηγεσία:
"El gamo no se deja atrapar fácilmente."
"Ο γκαμο δεν πιάνεται εύκολα."
"En la fría mañana, el gamo salió a pastar."
"Στη κρύα αυγή, ο γκαμο βγήκε να βοσκήσει."
"El gamo es símbolo de belleza en la naturaleza."
"Ο γκαμο είναι σύμβολο της ομορφιάς στη φύση."
Η λέξη "gamo" προέρχεται από το λατινικό "cervus," που σημαίνει ελάφι. Η χρήση της λέξης έχει διατηρηθεί στη σύγχρονη ισπανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Ciervo (ελάφι) - Venado (ελάφι, τρυγόνος)
Αντώνυμα: - Δεν έχει άμεσα αντώνυμα καθώς είναι ένας συγκεκριμένος όρος για ένα αρσενικό είδος ελαφιού.