Η λέξη "gana" είναι ρήμα, συγκεκριμένα είναι το τρίτο πρόσωπο του ενικό αριθμού στον ενεστώτα (present tense) του ρήματος "ganar".
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "gana" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /ˈɡana/.
Η λέξη "gana" προέρχεται από το ρήμα "ganar", που σημαίνει να κερδίζει ή να αποκτά κάτι. Χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει την επιτυχία σε έναν διαγωνισμό, παιχνιδιού, ή οικονομικής φύσης (π.χ. "για να κερδίσει χρήματα").
Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικούς και γραπτούς λόγους, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στους προφορικούς λόγους λόγω της άμεσης και καθημερινής της φύσης.
Ella gana la carrera con facilidad.
(Αυτή κερδίζει τον αγώνα με ευκολία.)
Si gana el juego, recibirá un premio.
(Αν κερδίσει το παιχνίδι, θα λάβει ένα βραβείο.)
Gana mucho dinero en su nuevo trabajo.
(Κερδίζει πολλά χρήματα στην νέα του δουλειά.)
Η λέξη "gana" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, οι οποίες εκφράζουν διαφορετικές έννοιες.
¡A ganar se ha dicho!
(Είναι ώρα να κερδίσουμε!)
Gana pan para su familia.
(Κερδίζει ψωμί για την οικογένειά του.)
No gana nada quejándose.
(Δεν κερδίζει τίποτα παραπονιέμενος.)
Siempre gana el que no se rinde.
(Πάντα κερδίζει αυτός που δεν τα παρατά.)
Gana la confianza de los demás.
(Κερδίζει την εμπιστοσύνη των άλλων.)
Η λέξη "ganar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ganare", που σημαίνει "να κερδίσεις" ή "να αποκτήσεις".
Συνώνυμα: - logra (καταφέρνει) - obtiene (αποκτά)
Αντώνυμα: - pierde (χάνει) - desiste (παραιτείται)