Η λέξη "ganadero" είναι ουσιαστικό.
Η διεθνής φωνητική αλφάβητος για τη λέξη "ganadero" είναι [ɡanaˈðeɾo].
Η λέξη "ganadero" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο του οποίου η κύρια ασχολία είναι η εκτροφή ζώων, συνήθως σε αγροτική ή κτηνοτροφική δραστηριότητα. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα και επαγγελματικές συζητήσεις, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε περιοχές που ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Η συχνότητά της μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την περιοχή, αλλά είναι σημαντική σε αγροτικές κοινωνίες.
Ο κτηνοτρόφος φροντίζει τα ζώα του με πολλή αγάπη.
La producción de carne depende de la habilidad del ganadero.
Η παραγωγή κρέατος εξαρτάται από την ικανότητα του κτηνοτρόφου.
El ganadero debe estar atento a las condiciones climáticas.
Η λέξη "ganadero" δεν είναι πολύ συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που σχετίζονται με την κτηνοτροφία.
Να είσαι κτηνοτρόφος σε άνυδρες περιοχές είναι μια καθημερινή πρόκληση.
La vida de un ganadero no es fácil, pero es gratificante.
Η ζωή ενός κτηνοτρόφου δεν είναι εύκολη, αλλά είναι ικανοποιητική.
El ganadero tiene que adaptarse a las nuevas tecnologías para mejorar su producción.
Η λέξη "ganadero" προέρχεται από το "ganado", που σημαίνει "ζώα" ή "κτηνοτροφικά ζώα", και η κατάληξη "-ero" που υποδηλώνει επαγγελματική ή συνδεδεμένη δραστηριότητα.
Συνώνυμα: - Criador (εκτροφέας) - Agricultor (αγρότης - σε γενικότερο πλαίσιο)
Αντώνυμα: - No ganadero (μη κτηνοτρόφος)