Ρήμα (Substantivo).
/ɡa.naˈðoɾ/
Η λέξη "ganador" στα ισπανικά αναφέρεται σε κάποιον που κερδίζει ή νικά σε έναν διαγωνισμό, παιχνίδι ή άλλη μορφή ανταγωνισμού. Χρησιμοποιείται συχνά για τη περιγραφή ατόμων που αναγνωρίζονται για την επιτυχία τους σε διάφορους τομείς, όπως οι αθλητές, οι καλλιτέχνες ή άλλοι επαγγελματίες. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Él es el ganador del torneo de ajedrez.
(Αυτός είναι ο νικητής του τουρνουά σκακιού.)
La película fue un gran éxito y su protagonista se convirtió en un ganador.
(Η ταινία ήταν μεγάλη επιτυχία και ο πρωταγωνιστής της έγινε νικητής.)
Η λέξη "ganador" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Ser un ganador en la vida.
(Να είσαι νικητής στη ζωή.)
Ganador y perdedor, todos tienen su historia.
(Νικητής και ηττημένος, όλοι έχουν την ιστορία τους.)
Un ganador nunca se rinde.
(Ένας νικητής ποτέ δεν τα παρατά.)
En el deporte, solo hay un ganador al final.
(Στον αθλητισμό, στο τέλος υπάρχει μόνο ένας νικητής.)
Η λέξη "ganador" προέρχεται από το ρήμα "ganar", το οποίο σημαίνει "να κερδίσω". Η προσθήκη του επιθέτου "-dor" υποδηλώνει την ποιότητα του να είναι κάποιος αυτός που κερδίζει.
Συνώνυμα: - Victorioso (νικηφόρος) - Triunfador (θριαμβευτής)
Αντώνυμα: - Perdedor (ηττημένος) - Fracasado (αποτυχημένος)