Η λέξη "ganancia" είναι ουσιαστικό.
/ph.ɾa.ˈnin.θja/ (στην Ισπανία) ή /ɡa.ˈnan.sja/ (σε χώρες της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "ganancia" αναφέρεται στην οικονομική ωφέλεια που προκύπτει από μια επένδυση, επιχείρηση ή δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Συνηθίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε οικονομικά κείμενα και αναφορές.
Το κέρδος της επιχείρησης αυξήθηκε φέτος.
Es importante calcular la ganancia antes de invertir.
Είναι σημαντικό να υπολογίσετε το κέρδος πριν επενδύσετε.
La ganancia neta es diferente de la ganancia bruta.
Η λέξη "ganancia" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Δεν υπάρχει κέρδος χωρίς ρίσκο.
A mayor ganancia, mayor esfuerzo.
Όσο μεγαλύτερο το κέρδος, τόσο μεγαλύτερη η προσπάθεια.
Invertir para ganar ganancias.
Επενδύω για να κερδίσω κέρδη.
Las ganancias son el resultado del trabajo duro.
Τα κέρδη είναι το αποτέλεσμα της σκληρής δουλειάς.
La ganancia a largo plazo es más importante que la inmediata.
Η λέξη "ganancia" προέρχεται από το ρήμα "ganar", το οποίο σημαίνει "να κερδίσω" στα Ισπανικά. Έχει τις ρίζες της στα Λατινικά, από το "ganare", που επίσης σημαίνει "να κερδίσω".
Συνώνυμα: - Beneficio (όφελος) - Utilidad (χρησιμότητα)
Αντώνυμα: - Pérdida (ζημία) - Desventaja (μειονέκτημα)