Η φράση "ganancia bruta" είναι ένα ουσιαστικό που αποτελείται από δύο λέξεις.
/ganaŋθja ˈβruta/ (για την ισπανική προφορά στην Ισπανία)
/ɡəˈnɑn.sɪə ˈbru.tə/ (για την ισπανική προφορά στη Λατινική Αμερική)
Η φράση "ganancia bruta" αναφέρεται στο ποσό του κέρδους που προκύπτει από τις πωλήσεις ενός προϊόντος ή υπηρεσίας, προτού αφαιρεθούν τα έξοδα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των οικονομικών και της λογιστικής. Η χρήση της είναι πιο συνήθης σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με οικονομικά ή λογιστικά ζητήματα.
La ganancia bruta de la empresa aumentó este año.
(Το ακαθάριστο κέρδος της επιχείρησης αυξήθηκε φέτος.)
Necesitamos calcular la ganancia bruta antes de impuestos.
(Πρέπει να υπολογίσουμε το ακαθάριστο κέρδος πριν από τους φόρους.)
Η φράση "ganancia bruta" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο χρησιμοποιείται σε σημαντικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις σε διαφορετικά πλαίσια:
Aumentar la ganancia bruta es crucial para la sostenibilidad de la empresa.
(Η αύξηση του ακαθάριστου κέρδους είναι κρίσιμη για την βιωσιμότητα της επιχείρησης.)
El análisis de la ganancia bruta nos ayudará a entender mejor el rendimiento.
(Η ανάλυση του ακαθάριστου κέρδους θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα την απόδοση.)
Hay que tener en cuenta la ganancia bruta al realizar proyecciones financieras.
(Πρέπει να ληφθεί υπόψη το ακαθάριστο κέρδος κατά την εκπόνηση οικονομικών προβλέψεων.)
Η λέξη "ganancia" προέρχεται από το λατινικό "ganantia", που σημαίνει κέρδος ή απόδοση. Η λέξη "bruta" σημαίνει "ακαθάριστη" ή "θηριώδης" και προέρχεται από το λατινικό "brutus", που σημαίνει βαρύς ή παχύς.
Συνώνυμα: - beneficio bruto - lucro bruto
Αντώνυμα: - pérdida neta (καθαρή ζημία) - gasto (έξοδο)