Το "ganar" είναι ρήμα.
[ɡaˈnaɾ]
Η λέξη "ganar" σημαίνει κυρίως "να κερδίζω" ή "να αποκτώ". Χρησιμοποιείται στον προφορικό και γραπτό λόγο, συχνά σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με νίκες σε παιχνίδια, αγώνες, οικονομικά κέρδη ή προσωπικά επιτεύγματα. Είναι μια αρκετά συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη στην ισπανική γλώσσα.
Ganar un partido es muy emocionante.
(Το να κερδίζεις έναν αγώνα είναι πολύ ενθουσιώδες.)
Ella quiere ganar más dinero este año.
(Αυτή θέλει να κερδίσει περισσότερα χρήματα φέτος.)
Η λέξη "ganar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Ganar a pulso.
(Να κερδίσω με κόπο.)
Προτασικό παράδειγμα: Él ha ganado su lugar a pulso en la empresa.
(Αυτός έχει κερδίσει τη θέση του με κόπο στην εταιρεία.)
Ganar terreno.
(Να κερδίζω έδαφος.)
Προτασικό παράδειγμα: La empresa está ganando terreno en el mercado.
(Η εταιρεία κερδίζει έδαφος στην αγορά.)
Ganar la partida.
(Να κερδίσω το παιχνίδι.)
Προτασικό παράδειγμα: Necesito concentrarme para ganar la partida.
(Πρέπει να συγκεντρωθώ για να κερδίσω το παιχνίδι.)
Η λέξη "ganar" προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "ganar", που καταγόταν από το λατινικό "ganare".
Συνώνυμα: - obtener (να αποκτώ) - triunfar (να θριαμβεύω)
Αντώνυμα: - perder (να χάνω) - fracasar (να αποτυγχάνω)