Η φράση "ganar terreno" λειτουργεί ως ρήμα και συχνά χρησιμοποιείται σε μεταφορικές έννοιες.
/ganaɾ teˈɾreno/
Η φράση "ganar terreno" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κέρδους ή προόδου σε κάποιον τομέα ή πεδίο, είτε αυτό είναι κυριολεκτικό (όπως το έδαφος) είτε μεταφορικό (όπως σε κοινωνικές ή επαγγελματικές σχέσεις). Στην ισπανική γλώσσα, αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε στρατηγικά ή πολιτικά συμφραζόμενα. Εμφανίζεται σε γραπτό και προφορικό λόγο, με συχνή χρήση στους επαγγελματικούς τομείς ή σε συζητήσεις που αφορούν στρατηγικές.
El ejército está tratando de ganar terreno en la batalla.
(Ο στρατός προσπαθεί να κερδίσει έδαφος στη μάχη.)
La empresa ha ganado terreno en el mercado gracias a su nueva estrategia.
(Η εταιρεία έχει κερδίσει έδαφος στην αγορά χάρη στη νέα της στρατηγική.)
Es importante ganar terreno en la discusión para poder influir en la decisión.
(Είναι σημαντικό να κερδίσουν έδαφος στη συζήτηση για να μπορέσουν να επηρεάσουν την απόφαση.)
Η φράση "ganar terreno" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Ganar terreno en una competencia.
(Να κερδίζω έδαφος σε έναν διαγωνισμό.)
El equipo ha trabajado duro para ganar terreno en la clasificación.
(Η ομάδα έχει εργαστεί σκληρά για να κερδίσει έδαφος στη βαθμολογία.)
Ganar terreno frente a la competencia es clave para el éxito.
(Η κατάκτηση εδάφους απέναντι στον ανταγωνισμό είναι το κλειδί για την επιτυχία.)
Con cada decisión, debemos asegurarnos de ganar terreno en nuestras metas.
(Με κάθε απόφαση, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι κερδίζουμε έδαφος στους στόχους μας.)
La tecnología nos permite ganar terreno rápidamente en el sector.
(Η τεχνολογία μας επιτρέπει να κερδίζουμε έδαφος γρήγορα στον τομέα.)
Η φράση "ganar terreno" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "ganar," που σημαίνει "να κερδίζω," και τη λέξη "terreno," που σημαίνει "έδαφος" ή "εδάφους." Η σύνθεσή τους υποδηλώνει την έννοια της κατάκτησης ή του κέρδους σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.
Συνώνυμα: - Adquirir (κατακτώ) - Aumentar (αυξάνω) - Progresar (προχωρώ)
Αντώνυμα: - Perder terreno (χάνω έδαφος) - Retroceder (πισωγυρίζω) - Decrecer (μειώνομαι)