Gancho είναι ουσία (ουσιαστικό θηλυκό).
Η φωνητική μεταγραφή του "gancho" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [ˈɡantʃo]
Η λέξη "gancho" αναφέρεται κυρίως σε ένα αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί ή να κρεμάει κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς των σπορ (π.χ. αναρρίχηση) και της καθημερινότητας, αλλά και σε διάφορους άλλους τομείς. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με μεταφορική έννοια.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και μπορεί να βρεθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μερικές φορές μπορεί να είναι πιο κοινή σε καθημερινές ή ανεπίσημες συζητήσεις.
Ο γάντζος της πόρτας είναι σπασμένος.
Necesito un gancho para colgar mi abrigo.
Χρειάζομαι ένα γάντζο για να κρεμάσω το παλτό μου.
El escalador usó un gancho para asegurarse en la roca.
Η λέξη "gancho" ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις ή αργκό. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
Μετάφραση: Να είσαι σε δύσκολη κατάσταση.
Hacer un gancho.
Μετάφραση: Να κάνεις μια εξυπηρέτηση.
Un gancho para pescar.
Μετάφραση: Ένα γάντζος για ψάρεμα.
Un gancho de amor.
Η λέξη "gancho" προέρχεται από το λατινικό "cāncā", που σημαίνει γάντζος ή άγκιστρο. Με την πάροδο του χρόνου, η έννοια την έχει επεκταθεί και μεταμορφωθεί σε διάφορους τύπους χρήσης.
Συνώνυμα: - gancho (μπορεί να σημαίνει και γάντζος ή άγκιστρο σε κάποια συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - αποδέσμευση (αναφορικά με την απώλεια της υποστήριξης ή της συγκράτησης που παρέχει ένας γάντζος).