Το "ganchoso" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "ganchoso" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ɡanˈt͡ʃoso/.
Η λέξη "ganchoso" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - "κρεμάστης" (αναφερόμενος σε κάποιον που ενδέχεται να κρέμεται από κάπου) - "γραμμωτός" (σε πιο μεταφορικό πλαίσιο, αναφέρεται σε κάτι που είναι "συνδεδεμένο" με κάποιον τρόπο) - "κολλητικός" (όταν χρησιμοποιείται σε πιο μεταφορικές έννοιες)
Η λέξη "ganchoso" στη γλώσσα Ισπανικά έχει διάφορες σημασίες σύμφωνα με το πλαίσιο. Συνήθως περιγράφει κάτι που μπορεί να κρεμαστεί ή να είναι κολλητικό, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε φιλικές ή καθημερινές συζητήσεις.
La ropa está ganchosa en el tendedero.
(Τα ρούχα είναι κρεμασμένα στην απλώστρα.)
Este dulce es muy ganchoso, se pega a los dientes.
(Αυτή η καραμέλα είναι πολύ κολλητική, κολλάει στα δόντια.)
Η λέξη "ganchoso" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar ganchoso con alguien.
(Να είσαι κολλημένος με κάποιον/κάπια, στην έννοια ότι δεν μπορείς να ξεκολλήσεις από αυτή τη σχέση ή κατάσταση.)
Tener un estilo ganchoso.
(Να έχεις έναν "κολλητικό" ή εντυπωσιακό στυλ που τραβάει την προσοχή.)
Esa película es ganchosa y te atrapa desde el principio.
(Αυτή η ταινία είναι κολλητική και σε πιάνει από την αρχή.)
Η λέξη "ganchoso" προέρχεται από τη ρίζα "ganch-", που συνδέεται με τη λέξη "gancho" που σημαίνει "γάντζος" ή "κρεμάστρα". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με το να "κρεμάς" ή να "κολλάς" κάτι.
Συνώνυμα: - Pegajoso (κολλητικός) - Adherente (κολλητικό)
Αντώνυμα: - Despegado (ξεκολλημένος) - Suelto (χαλαρός, ελεύθερος)