Η λέξη "ganga" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ˈɡaŋɡa/
Η λέξη "ganga" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που θεωρείται ευνοϊκή συμφωνία ή ευκαιρία, συχνά σε σχέση με οικονομικές συναλλαγές ή προσφορές για προϊόντα. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, καθώς περιγράφει μια κατάσταση που είναι ελκυστική ή που προσφέρει μεγάλη αξία. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε κοινωνικές και εμπορικές συζητήσεις.
Compré un coche usado a muy buen precio, fue una ganga.
(Αγόρασα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο σε πολύ καλή τιμή, ήταν μια ευκαιρία.)
En la tienda de descuentos, encontré una ganga en zapatos.
(Στο κατάστημα εκπτώσεων, βρήκα μια συμφωνία σε παπούτσια.)
Η λέξη "ganga" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες εκφράσεις που περιγράφουν ευνοϊκές ευκαιρίες.
Hacer una ganga.
(Να κάνεις μια καλή συμφωνία.)
"El vendedor me hizo una ganga en el último momento."
(Ο πωλητής μου έκανε μια καλή συμφωνία τελευταία στιγμή.)
Encontrar una ganga.
(Να βρεις μια ευκαιρία.)
"Siempre espero encontrar una ganga en las rebajas."
(Πάντα περιμένω να βρω μια ευκαιρία στις εκπτώσεις.)
Aprovechar una ganga.
(Να εκμεταλλευτείς μια ευκαιρία.)
"Decidí aprovechar la ganga de los productos en oferta."
(Αποφάσισα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία για τα προϊόντα σε προσφορά.)
Η λέξη "ganga" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα και συνδέεται με την έννοια του κέρδους ή της αξίας που λαμβάνουμε σε σχέση με την τιμή που πληρώνουμε.
Συνώνυμα: - Oportunidad (ευκαιρία) - Oferta (προσφορά)
Αντώνυμα: - Pérdida (χάσιμο) - Gasto (έξοδο)