Γυναίκα ουσιαστικό (sustantivo femenino)
/ɡaŋˈɡɾena/
Η "gangrena" αναφέρεται σε μια σοβαρή ιατρική κατάσταση κατά την οποία οι ιστοί του σώματος νεκρώνονται λόγω έλλειψης αίματος ή μόλυνσης. Αυτή η κατάσταση είναι συχνά αποτέλεσμα σοβαρών τραυματισμών, που προκαλούν βλάβη στα αιμοφόρα αγγεία, η οποία οδηγεί σε ισχαιμία και τελικά νέκρωση του ιστού. Η γάγγραινα απαιτεί άμεση ιατρική παρέμβαση, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου.
Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά: Η λέξη "gangrena" χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό τομέα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή στην καθημερινή, μη ιατρική επικοινωνία, και συναντάται περισσότερο σε γραπτά κείμενα ή συζητήσεις σχετικές με την ιατρική.
Η γάγγραινα μπορεί να είναι θανατηφόρα αν δεν θεραπευτεί εγκαίρως.
Los médicos decidieron amputar el miembro afectado por la gangrena.
Η λέξη "gangrena" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις που αναφέρονται σε σοβαρές ιατρικές καταστάσεις ή στην απώλεια. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις:
Η συναισθηματική γάγγραινα μερικές φορές πονά περισσότερο από τη σωματική.
Hay que tener cuidado, la gangrena social puede arruinar una comunidad.
Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, η κοινωνική γάγγραινα μπορεί να καταστρέψει μια κοινότητα.
Evitar la gangrena de ideas en un grupo de trabajo es esencial para su éxito.
Η λέξη "gangrena" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "γαγγρena" (gaggraina), που αναφέρεται στη νέκρωση των ιστών. Η λέξη μεσαιωνικής προέλευσης πέρασε στα λατινικά ως "gangraena".
Συνώνυμα: - Necrosis (νέκρωση)
Αντώνυμα: - Saludable (υγιής) - Vitalidad (ζωτικότητα)
Η κατανόηση της έννοιας της γάγγραινας και της επίδρασής της είναι ουσιώδης στον τομέα της ιατρικής και της δημόσιας υγείας, ειδικά σε περίπτωση τραυματισμών ή λοιμώξεων που μπορεί να οδηγήσουν σε αυτή την κατάσταση.