Το "gano" είναι ρήμα στην Ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "gano" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈɡano/.
Η μετάφραση του "gano" στα Ελληνικά είναι "κερδίζω" (1η ενικό πρόσωπο του ρήματος ganar).
Το "gano" προέρχεται από το ρήμα "ganar", το οποίο σημαίνει "να κερδίζω". Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, δεδομένου ότι η έννοια του "κερδίσματος" ή του "να αποκτάς κάτι" είναι κοινή σε πολλές καταστάσεις.
"En el juego de cartas, siempre gano."
("Στο παιχνίδι με τις κάρτες, πάντα κερδίζω.")
"Si estudio mucho, sé que gano un buen futuro."
("Αν μελετώ πολύ, ξέρω ότι κερδίζω ένα καλό μέλλον.")
"Gano más confianza cada día en el trabajo."
("Κερδίζω περισσότερη αυτοπεποίθηση κάθε μέρα στη δουλειά.")
Το "gano" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
"Ganar pan"
("Να κερδίζεις ψωμί")
Σημαίνει: Να βγάζεις τα προς το ζην.
"Gano una batalla importante"
("Κερδίζω μια σημαντική μάχη")
Χρησιμοποιείται συμβολικά για να δηλώσει την επιτυχία σε δύσκολες καταστάσεις.
"No se trata de ganar o perder, sino de participar."
("Δεν πρόκειται για το να κερδίζεις ή να χάνεις, αλλά για το να συμμετέχεις.")
Εδώ, τονίζεται η αξία της συμμετοχής.
"Ganar terreno"
("Κερδίζω έδαφος")
Σημαίνει να αποκτάς πλεονέκτημα ή να προοδεύεις σε μια κατάσταση.
"Gano la admiración de mis compañeros"
("Κερδίζω την εκτίμηση των συναδέλφων μου")
Αναφέρεται στην επιτυχία στο να κερδίσεις την έγκριση ή την εκτίμηση άλλων.
Η λέξη "gano" προέρχεται από το ρήμα "ganar", το οποίο έχει λατινικές ρίζες, από το "capere" που σημαίνει "να πάρεις" ή "να καταλάβεις".