Το "garabatear" είναι ρήμα.
/fɾo̱n.θe̝ɾ/
Η λέξη "garabatear" αναφέρεται στη διαδικασία του να γράφεις ή να σκίτσες κάτι με γρήγορο ή ατημέλητο τρόπο, συνήθως χωρίς προσοχή. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη της ψαλίδας, π.χ. όταν σημειώνουμε πράγματα ή κάνουμε πρόχειρες σημειώσεις. Το "garabatear" έχει μεγαλύτερη συχνότητα χρήσης στον προφορικό λόγο.
"Χθες άρχισα να σκίτσω μερικές ιδέες για το νέο μου βιβλίο."
"Ella suele garabatear en sus cuadernos durante las clases."
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος κάνει πρόχειρες σημειώσεις σχετικά με ένα σχέδιο ή επίθεση.
"No solo es garabatear, hay que pensar."
Αυτό δείχνει ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να σκεφτόμαστε περισσότερο, όχι απλώς να γράφουμε πρόχειρα.
"Garabatear ideas no lleva mucho tiempo."
Αυτή η φράση τονίζει ότι οι σκέψεις μπορούν να καταγραφούν γρήγορα.
"Siempre garabateo en la reunión, es más fácil recordar."
Εδώ υπογραμμίζεται η χρησιμότητα του να σκίτσω και να σημειώνω.
"No se trata de garabatear sin sentido."
Η λέξη "garabatear" προέρχεται από το ουσιαστικό "garabato," που αναφέρεται σε σχέδια και πρόχειρες γραφές. Η ρίζα της ενδεχομένως σχετίζεται με την αραβική λέξη "garabat," που σημαίνει "σχέδιο" ή "σχέδιο".
"anotar" (σημειώνω)
Αντώνυμα:
Η λέξη "garabatear" έχει κεντρική θέση στο τομέα της γραφής και του σχεδιασμού, ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε ανεπίσημες ή πρόχειρες εργασίες.