garbo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

garbo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "garbo" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "garbo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˈɡaɾβo/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση στη γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "garbo" αναφέρεται σε έναν συνδυασμό κομψότητας και χάρης στην κίνηση ή στη συμπεριφορά ενός ατόμου. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάποιον που διαθέτει χάρη, κομψότητα ή φυσική ομορφιά στην κίνησή του. Είναι σχετικά κοινή στη γραπτή γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε κοινωνικές περιστάσεις ή περιγραφές.

Παραδείγματα χρήσης

  1. Su baile tenía mucho garbo, atrajo todas las miradas.
  2. Ο χορός της είχε πολύ χάρη, τράβηξε όλα τα βλέμματα.

  3. Caminó con garbo por la pasarela durante la moda.

  4. Περπάτησε με κομψότητα στην πασαρέλα κατά τη διάρκεια της μόδας.

Ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "garbo"

Η λέξη "garbo" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:

  1. "Con garbo y elegancia"
  2. Χωρίς χάρη και κομψότητα.
  3. Ella se presentó siempre con garbo y elegancia en los eventos.

    • Αυτή πάντα παρουσιαζόταν με χάρη και κομψότητα στις εκδηλώσεις.
  4. "Garbo al caminar"

  5. Χάρη στο περπάτημα.
  6. Su garbo al caminar es impresionante y atrae a muchas personas.

    • Η χάρη της στο περπάτημα είναι εντυπωσιακή και προσελκύει πολλούς ανθρώπους.
  7. "Garbo en el arte"

  8. Χάρη στην τέχνη.
  9. El artista mostró garbo en el uso de los colores en su pintura.
    • Ο καλλιτέχνης έδειξε χάρη στη χρήση των χρωμάτων στον πίνακά του.

Ετυμολογία

Η λέξη "garbo" προέρχεται από την Ιταλική λέξη "garbo", που σημαίνει χάρη ή κομψότητα, και έχει ρίζες που σχετίζονται με την έννοια της ευχάριστης παρουσίασης ή της χωρίς προσπάθεια ομορφιάς.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Elegancia (κομψότητα) - Gracia (χάρη) - Estilo (στυλ)

Αντώνυμα: - Torpeza (αδεξιότητα) - Desaliño (ακαταστασία) - Grosería (αγένεια)



23-07-2024