Ο όρος "gargarismo" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα Ισπανικά σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι:
/gargariθmo/ (στις Ισπανικές διαλέκτους) ή /gargərɪzmoʊ/ (στους Ισπανόφωνους της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "gargarismo" αναφέρεται στη διαδικασία της γαργάρας, όπου κάποιος γαργαράει έναν υγρό παράγοντα (όπως νερό ή αλάτι) σε ένα λαιμό ή στόμα. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικό ή υγειονομικό πλαίσιο, κυρίως για να ανακουφιστούν οι ενοχλήσεις του λαιμού. Αρκετά συχνά χρησιμοποιείται σε ιατρικά συμφραζόμενα αλλά και σε καθημερινά προφορικά και γραπτά μηνύματα.
"Es recomendable hacer gargarismo con agua salada para aliviar el dolor de garganta."
"Είναι συνιστώμενο να κάνετε γαργάρα με αλμυρό νερό για να ανακουφίσετε τον πόνο στο λαιμό."
"Después de hacer gargarismo, sentí que mi garganta estaba más cómoda."
"Μετά την γαργάρα, ένιωσα ότι ο λαιμός μου ήταν πιο άνετος."
"Los médicos suelen recomendar gargarismo cuando hay irritación en la garganta."
"Οι γιατροί συνήθως συνιστούν γαργάρα όταν υπάρχει ερεθισμός στο λαιμό."
Η λέξη "gargarismo" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενταχθεί σε φράσεις που αναφερόμενες σε θεραπευτικές πρακτικές.
"Hacer gargarismo es un remedio casero muy efectivo."
"Η γαργάρα είναι μια πολύ αποτελεσματική σπιτική θεραπεία."
"Cuando tengo un resfriado, siempre recurro al gargarismo."
"Όταν έχω κρυολόγημα, πάντα καταφεύγω στη γαργάρα."
"El gargarismo con limón y miel es excelente para la garganta."
"Η γαργάρα με λεμόνι και μέλι είναι εξαιρετική για το λαιμό."
Η λέξη "gargarismo" προέρχεται από το λατινικό "gargarismus", που ήρθε από το ελληνικό "gargarisma", το οποίο αναφέρεται σε γαργάρα και, γενικά, στη διαδικασία της ένωσης υγρού με τον αέρα στον λαιμό.
Συνώνυμα: - γαργάρα - γαργάρισμα
Αντώνυμα: - κατάποση (ως αντίθεση στην διαδικασία της γαργάρας που είναι προσωρινή και δεν περιλαμβάνει κατάποση).