Η λέξη "garrafa" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους (la garrafa).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα Ισπανικά είναι: /ɡaˈrafa/
Η λέξη "garrafa" αναφέρεται συνήθως σε ένα δοχείο ή μια κανάτα, συνήθως μεγαλύτερου μεγέθους, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά και αποθήκευση υγρών όπως νερό, κρασί ή άλλα ποτά. Χρησιμοποιείται τόσο σε γενικά όσο και σε τεχνικά ή πολυτεχνικά πλαίσια.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
La garrafa de vino está en la mesa.
(Η γκαράφα του κρασιού είναι στο τραπέζι.)
Necesitamos una garrafa de agua para la fiesta.
(Χρειαζόμαστε μια γκαράφα νερού για το πάρτι.)
Η λέξη "garrafa" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες έκφρασεις που σχετίζονται με την αποθήκευση ή τη μεταφορά υγρών:
No hay garrafa que aguante tanto peso.
(Καμία γκαράφα δεν μπορεί να αντέξει τόσο βάρος.)
Se rompió la garrafa y mojamos todo.
(Έσπασε η γκαράφα και βραχήκαμε όλοι.)
Siempre llevo una garrafa de agua cuando salgo a correr.
(Πάντα παίρνω μια γκαράφα νερού όταν βγαίνω για τρέξιμο.)
Η λέξη "garrafa" προέρχεται από το αραβικό "غَرَفَة" (gharfah), που σημαίνει "δόση" ή "μερίδιο". Η χρήση της λέξης σε διάφορες γλώσσες για την αναφορά σε δοχεία υγρών αποδεικνύει την επιρροή των αραβικών στην Ιβηρική Χερσόνησο κατά τον Μεσαίωνα.
Συνώνυμα: - Botella (μπουκάλι) - Bidón (δοχείο) - Jarra (κανάτα).
Αντώνυμα: - Vacío (άδειο) - Desperdicio (σπατάλη) όταν αναφέρεται στην περιεκτικότητα σε υγρά.